Λέξη: αυθόρμητος
Σχετικές λέξεις: αυθόρμητος
αυθόρμητος στα αγγλικά, αυθόρμητος υλισμός, αυθόρμητος λόγος, αυθόρμητος english, αυθόρμητος συνώνυμο, αυθόρμητος σημασια, αυθόρμητος αντίθετο
Συνώνυμα: αυθόρμητος
παρορμητικός, ορμητικός, απαρόρμητος, πηγαίος, αυτόματος
Μεταφράσεις: αυθόρμητος
αυθόρμητος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spontaneous, unprompted, impulsive, spontaneity, a spontaneous
αυθόρμητος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espontáneo, unprompted, espontaneo, espontánea, espontáneamente, forma espontánea
αυθόρμητος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spontan, unaufgefordert, ungestützte, ungestützt, unprompted
αυθόρμητος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
volontaire, spontané, spontanément, spontanée, sans aide, non sollicité, sans suggestion
αυθόρμητος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spontaneo, unprompted, spontaneamente, spontanea, senza averlo richiesto, senza averlo
αυθόρμητος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
patrocinar, espontâneo, unprompted, espontaneamente, não solicitada, não incitado
αυθόρμητος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spontaan, ongevraagde, ongevraagd, ongemotiveerde, unprompted
αυθόρμητος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
невольный, самовольный, непосредственный, непринужденный, самопроизвольный, непроизвольный, спонтанный, добровольный, стихийный, без подсказки, подсказки
αυθόρμητος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spontan, unprompted, popundervinduer, uhjulpen, eget initiativ, uoppfordret
αυθόρμητος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spontan, spontant, unprompted
αυθόρμητος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaivaton, estoton, sulava, välitön, spontaani
αυθόρμητος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uopfordret, markedsfriheder, uberettigede
αυθόρμητος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
živelný, dobrovolný, samočinný, samovolný, spontánní, spontánně, samovolnému
αυθόρμητος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żywiołowy, samorzutny, samoistny, spontaniczny, unprompted, samoistnie
αυθόρμητος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rögtönzött, öntevékeny
αυθόρμητος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istemli, ihtiyari
αυθόρμητος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стихійний, спонтанний, непримушений, самовільний
αυθόρμητος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i bërë sipas deshirës, bërë sipas deshirës, i pasugjeruar, pasugjeruar, deshirës
αυθόρμητος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неподсказан, невнушен, спонтанен, спонтанна
αυθόρμητος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спантанны, спантаны
αυθόρμητος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
spontaanne, Spontaanne, omaalgatuslik, omaalgatusliku
αυθόρμητος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dobrovoljan, spontan, prirodan, neusiljen, nepotpomognut, sam od sebe, bez poticaja
αυθόρμητος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óbeðin
αυθόρμητος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Spontaniškai, Įtaiga, Ne Įtaiga, Negali pasiūlyti
αυθόρμητος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
unprompted, bez uzaicinājuma
αυθόρμητος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неподсказан
αυθόρμητος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spontan, unprompted
αυθόρμητος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Sam od sebe, unprompted, Nepotpomognut
αυθόρμητος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
samovoľný, spontánny, mimovoľnom, nekontrolovaný
Τυχαίες λέξεις