Ретироваться στα ελληνικά
Μετάφραση: ретироваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρησφύγετο, υπαναχωρώ., αποσύρομαι, υποχωρώ, αποσύρω, ησυχαστήριο, υπαναχωρώ, οπισθοδρομώ, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- банкнота στα ελληνικά - σημειώνω, ράμφος, νομοσχέδιο, σημείωση, λογαριασμός, λογαριασμό, λογαριασμού, ...
- вильям στα ελληνικά - Γουλιέλμος, William, Γουίλιαμ, Ο William, Ουίλιαμ
- деревянистый στα ελληνικά - ξυλώδης, ξυλώδη, ξυλώδεις, ξυλωδών, γραμμοειδή, ξυλώδες
- жмут στα ελληνικά - σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό
Τυχαίες λέξεις
Ретироваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρησφύγετο, υπαναχωρώ., αποσύρομαι, υποχωρώ, αποσύρω, ησυχαστήριο, υπαναχωρώ, οπισθοδρομώ, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν
Μεταφράσεις: κρησφύγετο, υπαναχωρώ., αποσύρομαι, υποχωρώ, αποσύρω, ησυχαστήριο, υπαναχωρώ, οπισθοδρομώ, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν