Λέξη: ανακούφιση

Σχετικές λέξεις: ανακούφιση

ανακούφιση από βήχα, ανακούφιση συνώνυμα, ανακούφιση από πονοκέφαλο, ανακούφιση από πόνους περιόδου, ανακούφιση από τσιμπήματα κουνουπιών, ανακούφιση από πονόδοντο, ανακούφιση από αιμορροίδες, ανακούφιση από πονόλαιμο, ανακούφιση με την καθαρίστρια, ανακούφιση από κάψιμο

Συνώνυμα: ανακούφιση

ανάγλυφο, περίθαλψη, ενίσχυση, επικουρία, παρηγοριά, άνεση, κουράγιο, κομφόρ, μετριασμός

Μεταφράσεις: ανακούφιση

ανακούφιση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
relief, alleviation, comfort, palliation, relieve

ανακούφιση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alivio, asistencia, socorro, relieve, alivio de, el alivio

ανακούφιση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
linderung, ablösung, unterstützung, substitut, entsatz, relief, erleichterung, hilfe, ersatzmann, Erleichterung, Hilfe, Relief, Linderung, Befreiung

ανακούφιση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adoucissement, subside, soutien, atténuation, relief, allégement, relève, soulagement, assistance, allégeance, radoucissement, appui, aide, remplaçant, servitude, subvention, secours

ανακούφιση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rilievo, soccorso, sussidio, risalto, sollievo, in rilievo, scarico

ανακούφιση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
servidão, alívio, relevo, alívio da, de alívio, o alívio

ανακούφιση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijstand, ondersteuning, erfdienstbaarheid, reliëf, hulp, opluchting, verlichting, vrijstelling

ανακούφιση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рельефность, вспомоществование, рельефный, увольнение, разнообразие, сменщик, пособие, контраст, рельеф, освобождение, развод, успокоение, облегчение, вспомогательный, подкрепление, утешение, помощь, рельефа, сброса

ανακούφιση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lettelse, unnsetning, hjelp, lindring, relieff, relief, avlastnings

ανακούφιση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lättnad, hjälp, understöd, bistånd, lindring, befrielse, relief, avlastnings

ανακούφιση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nautintaoikeus, helpotus, apu, lievennys, kevennys, rasite, vaja, kohokuva, helpotusta, relief, helpotuksen, vapautus

ανακούφιση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
relief, lindring, lettelse, fritagelse, forholdsregler

ανακούφιση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
útěcha, odlehčení, reliéf, ulehčení, úleva, výpomoc, podpora, pomoc, posila, úlevy, úlevu, reliéfní

ανακούφιση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
złagodzenie, wybranie, zapomoga, odsiecz, relief, wsparcie, ukojenie, zmiana, ulga, podcięcie, płaskorzeźba, pomoc, ulgi

ανακούφιση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szivárgó, felszabadítás, domborzat, tehermentesítés, szegényellátás, szegénygondozás, nyomorenyhítés, szegénysegélyezés, felváltás, enyhülés, játékbiztosítás, hátramunkálás, áteresz, felmentés, megkönnyebbülés, hátraesztergálás, mentességet, enyhítésére, megkönnyebbülten, megkönnyebbülést

ανακούφιση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yardım, kabartma, rahatlama, bir rahatlama, rölyef

ανακούφιση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
земля, рельєф

ανακούφιση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reliev, lehtësim, lehtësim i, ndihmë, lehtësimi, Relievi

ανακούφιση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
облекчение, релеф, освобождаване, облекчаване, облекчения

ανακούφιση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэльеф

ανακούφιση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reljeef, vabastus, abi, leevendust, kergendust, asendus-

ανακούφιση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potpora, pomoć, oslobođenje, reljef, olakšanje, olakšice, relief, reljefu

ανακούφιση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
huggun, léttir, Relief, neyðaraðstoð

ανακούφιση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reljefas, lengvata, atleidimas, reljefo, sumažinimas

ανακούφιση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
reljefs, palīdzība, pabalsts, atvieglojums, atbrīvojumu, atvieglojumi, atvieglojumus

ανακούφιση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
олеснување, помош, ослободување, релјеф, релјефот

ανακούφιση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ajutor, relief, scutire, de relief, ușurare

ανακούφιση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plastika, relief, olajšava, olajšave, oprostitev, olajšavo

ανακούφιση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obrys, plastika, úľava, úľavy, odpustenie, úľavu, zvýhodnenie
Τυχαίες λέξεις