Родник στα ελληνικά
Μετάφραση: родник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πηγή, βρύση, προέλευση, αναπηδώ, πηγάδι, πόροι, άνοιξη, εκτινάσσομαι, αναβλύζω, έναρξη, ρίζα, αρχή, λοιπόν, καλά, ελατήριο, ελατηρίου, την άνοιξη, άνοιξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выпь στα ελληνικά - είδος ερωδίου, Bittern, ήταυρος, τρανομουγκάνα, μικροτσικνιάς
- высвобожденный στα ελληνικά - απεμπλακεί, απεμπλοκή, απεμπλέκεται, αποσυμπλέκεται, αποσυμπλεγμένο
- вытекающий στα ελληνικά - μετά, οπαδοί, έπειτα, μεταγενέστερος, παρακολούθηση, ακολουθία, λύματα, ...
- доковылять στα ελληνικά - κουτσαίνω, χαλαρός, περδικλώνω, κούτσαμα, πέδικλο, χωλαίνω, περδουκλώνω
Τυχαίες λέξεις
Родник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πηγή, βρύση, προέλευση, αναπηδώ, πηγάδι, πόροι, άνοιξη, εκτινάσσομαι, αναβλύζω, έναρξη, ρίζα, αρχή, λοιπόν, καλά, ελατήριο, ελατηρίου, την άνοιξη, άνοιξης
Μεταφράσεις: πηγή, βρύση, προέλευση, αναπηδώ, πηγάδι, πόροι, άνοιξη, εκτινάσσομαι, αναβλύζω, έναρξη, ρίζα, αρχή, λοιπόν, καλά, ελατήριο, ελατηρίου, την άνοιξη, άνοιξης