Λέξη: μολύβι

Σχετικές λέξεις: μολύβι

μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, μολύβι ματιών, μολύβι φρυδιών mac, μολύβι temolino, μολύβι χειλιών, μολύβι φρυδιών, μολύβι φύλακας, μολύβι φύλακα, μολύβι clipart

Συνώνυμα: μολύβι

μόλυβδος, βολίδα, πρωτιά, βαρίδι, στάθμη, βολίς στάθμης, μολυβδοκόνδυλο, κονδύλιο

Μεταφράσεις: μολύβι

μολύβι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pencil, lead, pen, a pencil

μολύβι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lápiz, de lápiz, lápiz de, el lápiz, del lápiz

μολύβι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bleistift, stift, Bleistift, Stift, Pencil

μολύβι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
crayon, un crayon, crayon de, pencil, crayons

μολύβι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
matita, lapis, matita di, la matita, pencil, della matita

μολύβι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lápis, canivete, lápis de, de lápis, do lápis, pencil

μολύβι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
potlood, pot lood, pencil, pen

μολύβι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
карандаш, кисть, карандашом, карандаша, пучок, карандашный

μολύβι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blyant, blyanten, penn, blyant for

μολύβι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
penna, blyertspenna, ritar, rita, blyerts

μολύβι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lyijykynä, kynä, pencil, lyijykynällä, kynän

μολύβι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blyant, blyanten, pencil

μολύβι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tužka, tužku, tužkou, tužky, pencil

μολύβι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
temperówka, piórnik, kredka, ołówek, farbują, pencil, farbujÄ, ołówkiem

μολύβι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ceruza, ceruzával, ceruzát, pencil

μολύβι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
galam, kalem, kurşun kalem, pencil, kalemi, kalemle

μολύβι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
китицю, склоріз, китиця, олівець, кисть, пензель, карандаш

μολύβι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
laps, Pencil, Eyeshadow, Shadow, lapsa

μολύβι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
молив, молива, моливи, молив за

μολύβι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аловак, карандаш

μολύβι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pliiats, pencil, pliiatsi, pliiatsit, pliiatsiga

μολύβι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kičica, pisaljka, pisati, olovka, olovke, olovku, olovkom, olovka za

μολύβι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blýantur, blýant, blýanti, pensiltitrara

μολύβι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pieštukas, pieštuku, pieštukų, pencil, pieštuko

μολύβι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zīmulis, zīmuli, zīmuļu, zīmuļa, pencil

μολύβι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
молив, моливот, со молив, пенкало

μολύβι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
creion, creionul, creion de, pencil, de creion

μολύβι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
svinčnik, pencil, svinčnika, svinčnikom, svinčnikov

μολύβι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tužka, ceruzka, pero, pencil, ceruza

Στατιστικά δημοτικότητας: μολύβι

Τυχαίες λέξεις