Ром στα ελληνικά

Μετάφραση: ром, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που
Ром στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брехать στα ελληνικά - φλοιός, Brehat
  • воссоздаваться στα ελληνικά - διανύω, είμαι, βρίσκομαι, να, πρέπει να, θα, είναι, ...
  • вывалиться στα ελληνικά - κατρακυλώ, πέφτω, πέσουν έξω, να πέσουν έξω, πέσει έξω, πέφτουν έξω, πέφτουν
  • журфикс στα ελληνικά - zhurfiks
Τυχαίες λέξεις
Ром στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που