Λέξη: απλώς

Σχετικές λέξεις: απλώς

απλώς δε σε γουσταρει movie, απλώς δεν σε γουστάρει (2009), απλώς δεν σε γουστάρει ταινία, απλώς δεν σε γουστάρει βιβλίο, απλώς δεν σε γουστάρει online, απλώς δεν σε γουστάρει, απλώς δεν σε γουστάρει trailer, απλώσ χριστιανισμόσ, απλώς ή απλά, απλώς δε σε γουστάρει

Συνώνυμα: απλώς

μόλις, κυριολεκτικά, μόνο και μόνο, απλά, μόνο, απλούστατα, σαφώς, ξάστερα, ευκρινώς, αγροτικώς

Μεταφράσεις: απλώς

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
merely, simply, just, only
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
solamente, sólo, meramente, simplemente, sencillamente, simple
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einfach, lediglich, bloß, nur, Sie einfach, einfach nur
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bonnement, exclusivement, seulement, purement, simplement, uniquement, tout simplement, simple, suffit
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
solamente, soltanto, semplicemente, semplice, solo, sufficiente, è sufficiente
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
somente, só, apenas, simplesmente, simples, basta
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pas, alleen, slechts, uitsluitend, maar, enkel, eenvoudigweg, eenvoudig, gewoonweg, alleen maar
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
глупо, лишь, только, единственно, попросту, по-домашнему, просто-напросто, легко, просто, никак
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
simpelthen, kun, bare, rett og slett, ganske enkelt, slett
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bara, blott, endast, helt enkelt, enkelt, enbart
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vasta, pelkästään, ainoastaan, yksinkertaisesti, juuri, vain, helposti
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
simpelthen, kun, blot, bare, ganske enkelt, enkelt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prostě, jednoduše, pouze, jen, jedině, potom
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaledwie, prosto, tylko, zgoła, jedynie, zwyczajnie, łatwo, po prostu, prostu
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csak, pusztán, egyszerűen, egyszerűen csak, csupán, egyszerű
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sadece, ancak, yalnız, basitçe, basit, yalnızca, sade
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
простій, очевидний, нерозумно, глупо, дурно, простої, легко-легко, просто, сам, простий, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thjesht, thjeshtë, thjesht të, vetëm, thjesht për
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
просто, поляко, само, просто да, просто се
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
толькi, проста, просто
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaevu, niisama, lihtsalt, Lihtsamalt, üksnes, ainult, vaid
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prosto, samo, potpuno, sasvim, jednostavno, naprosto, se jednostavno, je jednostavno
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einfaldlega, einfaldlega að, bara, því einfaldlega
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tiktai, tiesiog, paprasčiausiai, tik, paprastai, vien
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vienīgi, tikai, vienkārši
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
едноставно, едноставно се, едноставно да, само
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
numai, pur și simplu, doar, simplu, pur si simplu, simpla
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jenom, preprosto, enostavno, zgolj, le, samo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jenom, proste, jednoducho, ľahko

Στατιστικά δημοτικότητας: απλώς

Τυχαίες λέξεις