Λέξη: σκέπασμα
Σχετικές λέξεις: σκέπασμα
σκέπασμα ηλιακού
Συνώνυμα: σκέπασμα
καπάκι, κάλυμμα, πώμα, βλέφαρο, κορυφή, πάνω, σβούρα, κάλυψη, εξώφυλλο, στέγη, διάδοση, έκταση, τραπέζι, καύκαλο, καύκαλο χελώνας, επίστρωση
Μεταφράσεις: σκέπασμα
σκέπασμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lid, cover, covering, cap, lid is
σκέπασμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
párpado, tapadera, tapa, cubierta, cobertura, cubierta de, la cubierta
σκέπασμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
deckel, hut, topfdeckel, augenlid, lid, Abdeckung, Deckel, Deckung, Hülle
σκέπασμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
couverture, paupière, couvercle, chapeau, capot, couvert, la couverture
σκέπασμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coperchio, calotta, palpebra, copertina, copertura, coperchio del, coperchio della
σκέπασμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lamber, tampa, sombreiro, chapéu, pálpebra, cobertura, capa, tampa do, cobertura de
σκέπασμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoed, deksel, kaft, ooglid, bedekking, omslag, dekking, dekken
σκέπασμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крышка, павиан, курган, колпак, запрет, шляпа, шлем, веко, покрышка, пастораль, покрытие, крышку, обложка, чехол
σκέπασμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lokk, øyelokk, deksel, dekselet, dekslet
σκέπασμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lock, ögonlock, omslag, locket, täck, luckan
σκέπασμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hattu, luomi, kansi, kuomu, cover, kattaa, suojus
σκέπασμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
låg, øjenlåg, dæksel, cover, dækning, dækslet, dække
σκέπασμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příklop, klapka, poklička, víčko, víko, poklice, obálka, krytí, kryt, krycí
σκέπασμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przykrywka, pokrywa, dekiel, powieka, przykrywa, wieko, wieczko, pokrywka, kłamstwo, okładka, osłona, pokrowiec, obudowa
σκέπασμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ácsolat-ék, ékfa, szemhéj, fedő, huzat, takaró, fedél, fedelet
σκέπασμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şapka, kapak, kapağı, kapağını, örtüsü, örtü
σκέπασμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ліктор, кришка, кришку
σκέπασμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbulesë, mbuluar, të mbuluar, mbulojë, mbulojnë
σκέπασμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
капак, покривка, покритие, покритието, корица
σκέπασμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
капялюш, вечка, крышка, канцы, накрыўка
σκέπασμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laug, kaas, kate, katte, kaane, cover
σκέπασμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poklopac, kapak, pokriti, cover, pokriće, pokrivač
σκέπασμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlemmur, hleri, lok, kápa, ná, þekja, lokið, lokinu
σκέπασμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vokas, dangtis, skrybėlė, viršus, danga, viršelis, padengti, dangtelis
σκέπασμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plaksts, vāks, plakstiņš, platmale, cepure, aizsegs, segums, pārsegs, cover
σκέπασμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
капак, покритие, покрие, корица, покривка
σκέπασμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pălărie, capac, pleoapă, acoperire, capacul, de acoperire, acoperi
σκέπασμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pokrov, kritje, cover, ovitek, pokrova
σκέπασμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
veko, kryt, víko, viečko, vrchnák
Τυχαίες λέξεις