Ругаться στα ελληνικά
Μετάφραση: ругаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, χρησιμοποιώ, καταριέμαι, χρήση, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Μεταφράσεις
- вестись στα ελληνικά - να διεξαχθεί, να διεξάγονται, να διεξάγεται, να πραγματοποιηθεί, να διεξαχθούν
- даром στα ελληνικά - δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
- дядька στα ελληνικά - θείος, θείο, ο θείος, θείου, το θείο
- желе στα ελληνικά - ζελές, ζελέ, πολτός, πολτό, πηκτή, πολτού
Τυχαίες λέξεις
Ругаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, χρησιμοποιώ, καταριέμαι, χρήση, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, χρησιμοποιώ, καταριέμαι, χρήση, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν