Λέξη: πρόσφατος

Σχετικές λέξεις: πρόσφατος

πρόσφατος συνώνυμο, πρόσφατος σεισμός, πρόσφατος νόμος για τα ναρκωτικά, πρόσφατος σεισμός στην ελλάδα

Συνώνυμα: πρόσφατος

νέος, καινούργιος, καινουργής, φρέσκος, καθυστερημένος, αργός, βραδύνων, πρώην, μακαρίτης, χθεσινός, νωπός

Μεταφράσεις: πρόσφατος

πρόσφατος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
recent, late, latest, a recent

πρόσφατος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recién, fresco, reciente, recientes, recientemente, reciente de, última

πρόσφατος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
neu, neueste, neue, frisch, rezent, kürzlich, letzte, jüngst, letzten

πρόσφατος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nouveaux, récente, nouveau, dernier, neuf, frais, récent, récemment, récentes, récents

πρόσφατος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
recente, fresco, moderno, recenti, di recente, recentemente

πρόσφατος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recente, aceitar, acolher, receba, colher, recentes, recentesExibir, recentemente, recentes O

πρόσφατος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fris, recent, vers, onbedorven, luchtig, recente, Language, afgelopen, laatste

πρόσφατος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
недавний, последний, свежий, новый, современный, давешний, недавнее, последнее время, недавняя

πρόσφατος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fersk, siste, nylige, nylig, nyere

πρόσφατος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nyligen, senaste, senaste tidens, senare, Nybyggt

πρόσφατος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viime, uusi, viimeaikojen, äskeinen, tuore, viimeaikainen, äskettäin, hiljattain, viimeaikaiset

πρόσφατος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frisk, seneste, nylige, nylig, for nylig, nyere

πρόσφατος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poslední, nedávný, nový, nedávné, Nedávná, aktuální, nedávného

πρόσφατος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niedawny, ostatni, nowy, świeży, niedawno

πρόσφατος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
modern, új, elmúlt, utóbbi, legutóbbi, közelmúltban

πρόσφατος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yeni, son, göster Yeni, yakın, son Tarihli

πρόσφατος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перегляд, останній, останню, остання, останнього, останнє

πρόσφατος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ri, i fundit, fundit, kohëve të fundit, e fundit, të fundit

πρόσφατος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скорошен, неотдавнашен, неотдавнашното, скорошно, скорошна

πρόσφατος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апошні

πρόσφατος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
värske, hiljutine, äsjane, viimastel, hiljutise, hiljutiste, hiljutised

πρόσφατος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
novije, recentnije, skorašnje, nedavni, svjež, nov, aktualno, suvremen, skorašnji, nedavno, nedavna, nedavne, nedavnom

πρόσφατος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nýlegur, nýleg, nýlegri, nýlegar, undanförnu, nýlegum

πρόσφατος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
naujas, paskutinis, neseniai, pastaruoju metu, pastaruoju

πρόσφατος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nesens, jaunākais, nesenā, pēdējā laika, nesenais

πρόσφατος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
последните, неодамнешното, последниве, неодамнешната, неодамнешните

πρόσφατος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
recent, recente, recentă, recenta, recentei

πρόσφατος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Nedavna, nedavni, nedavno, nedavne, nedavnem

πρόσφατος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nedávny, nedávne, najnovší, nedávno, nedávneho
Τυχαίες λέξεις