Ругнуться στα ελληνικά
Μετάφραση: ругнуться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аукционист στα ελληνικά - δημοπράτης, εκπλειστηριαστή, δημοπράτη, εκπλειστηριαστής, διοργανωτής της δημοπρασίας
- безутешный στα ελληνικά - απαρηγόρητος, απαρηγόρητη, απαρηγόρητο, αποκαρδιωμένου, απαρηγόρητα
- вконец στα ελληνικά - εντελώς, αρκετά, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
- гетеродин στα ελληνικά - ταλαντωτής, ταλαντωτή, του ταλαντωτή, ταλάντωσης, ταλαντωτών
Τυχαίες λέξεις
Ругнуться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν