Εξαναγκασμός στα αγγλικά

Μετάφραση: εξαναγκασμός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
coercion, constraint, compulsion, duress, Forcing
Εξαναγκασμός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εξαναγκασμός

duress
  • απειλή
  • εξαναγκασμός
  • περιορισμός
  • φυλάκιση
coercion
  • εξαναγκασμός
  • πίεση
compulsion
  • καταναγκασμός
  • εξαναγκασμός
  • αναγκασμός
  • ζόρι
  • πίεση
constraint
  • περιορισμός
  • βία
  • εξαναγκασμός
  • αμηχανία
  • ανάγκη
  • συστολή
necessitation
  • εξαναγκασμός

Σχετικές λέξεις: εξαναγκασμός

εξαναγκασμός σε οικειοθελή αποχώρηση, ψυχολογικός εξαναγκασμός, εξαναγκασμός σημασια, εξαναγκασμός σε απόλυση, εξαναγκασμός σε παραίτηση, εξαναγκασμός λεξικό γλώσσας αγγλικά, εξαναγκασμός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • εξαλείφω στα αγγλικά - eradicate, eliminate, delete, efface, blot out, obliterate, expunge
  • εξαναγκάζω στα αγγλικά - force, compel, make, bulldoze, coerce, constrain
  • εξαντλημένος στα αγγλικά - weary, exhausted, effete, spent, deadbeat, was exhausted
  • εξαντλώ στα αγγλικά - sap, tire, deplete, exhaust, wear out, drain, short of
Τυχαίες λέξεις
Εξαναγκασμός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: coercion, constraint, compulsion, duress, Forcing