Λέξη: θεμελιώδης

Σχετικές λέξεις: θεμελιώδης

θεμελιώδης ανάλυση, θεμελιώδης πανεπιστημιακή φυσική alonso finn, θεμελιώδης νόμος της δυναμικής, θεμελιώδης συχνότητα, θεμελιώδης συνώνυμα, θεμελιώδης παρέκκλιση του καραμπελιά, θεμελιώδης ανάλυση μετοχών, θεμελιώδης νόμος στροφικής κίνησης, θεμελιώδης νόμος μηχανικής

Συνώνυμα: θεμελιώδης

βασικός, καρδινάλιος, κύριος

Μεταφράσεις: θεμελιώδης

θεμελιώδης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fundamental, basic, a fundamental, essential, an essential

θεμελιώδης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fundamental, primario, fundamentales, fundamental de, esencial

θεμελιώδης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grundlegend, grundsätzlich, fundamental, Grundlage, wesentlich

θεμελιώδης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
élémentaire, fond, fondamental, rudimentaire, base, principe, substantiel, fondement, foncier, essentiel, constitutif, cardinal, fondamentale, fondamentaux, fondamentales

θεμελιώδης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fondamentale, basilare, essenziale, fondamentali

θεμελιώδης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
básico, fundamental, fundamentais, essencial, base

θεμελιώδης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fundamenteel, fundamentele, de fundamentele, fundamenteel belang, basis

θεμελιώδης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
существенный, коренной, принцип, принципиальный, кардинальный, основополагающий, фундаментальный, основной, основный, фундаментальная, фундаментальное, фундаментальной

θεμελιώδης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fundamental, grunnleggende, fundamentale, grunn, fundamentalt

θεμελιώδης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grundläggande, grund, fundamental, fundamentala, avgörande

θεμελιώδης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perus-, perustava, perusteellinen, perusoikeuksien, perusvapauksien, perustavaa laatua, perustavanlaatuinen

θεμελιώδης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
grundlæggende, fundamental, afgørende, fundamentale, fundamentalt

θεμελιώδης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podstatný, zásada, fundamentální, elementární, základní, důležitý, základ, zásadní, bytostný, podstata, základním, základem

θεμελιώδης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podstawa, kardynalny, zasada, fundamentalny, istotny, kapitalny, funda, podstawowy, zasadniczy, pryncypialny, podstawowym

θεμελιώδης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sarkalatos, alaphang, alapvető, az alapvető, alapvetı, alapvetö

θεμελιώδης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
esaslı, temel, temel bir, önemli, köklü

θεμελιώδης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
основний, принципи, докорінний, фундаментальний, основної, основною, основній, основним

θεμελιώδης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fundamental, themelor, themelore, thelbësore, thelbësor

θεμελιώδης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
основен, фундаментална, фундаментално, фундаментални, фундаментален

θεμελιώδης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асноўнай, асноўны, асноўнага, асноўная

θεμελιώδης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
fundamentaalne, põhiline, peamine, põhiõiguste, põhivabaduste

θεμελιώδης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osnovni, temeljan, osnovnih, temeljna, temeljni, temeljno, fundamentalna

θεμελιώδης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grundvallaratriði, grundvallar, grundvallarréttur, grundvallarbreyting, grundvallarréttindi

θεμελιώδης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagrindinis, esminis, pagrindinė, pagrindinių, esminė

θεμελιώδης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
būtisks, pamata, galvenais, būtiska, būtiski

θεμελιώδης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
основните, фундаментални, фундаменталните, фундаментална, основни

θεμελιώδης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fundamental, fundamentală, fundamentale, fundamentala, bază

θεμελιώδης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
základní, temeljna, temeljno, temeljni, temeljnega, temeljnega pomena

θεμελιώδης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dôležitý, základní, základné, základnej, základný, základná, základnú
Τυχαίες λέξεις