Рулить στα ελληνικά
Μετάφραση: рулить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταξί, τροχοδρομώ, με ταξί, των ταξί, το ταξί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- веселый στα ελληνικά - ανάβω, ευάερος, ευθυμία, ζωηρός, κεφάτος, ξετσίπωτος, ευτυχής, ...
- взмыленный στα ελληνικά - αφρώδης, αφρώδες, αφρώδους, αφρώδη, foamy
- вмешаться στα ελληνικά - παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
- выискать στα ελληνικά - ανακαλύπτω, δυναμώστε, εμφανιστείτε, εμφανιστούν, εμφανιστεί, μετατρέψει
Τυχαίες λέξεις
Рулить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταξί, τροχοδρομώ, με ταξί, των ταξί, το ταξί
Μεταφράσεις: ταξί, τροχοδρομώ, με ταξί, των ταξί, το ταξί