Λέξη: επαγγελματικός

Σχετικές λέξεις: επαγγελματικός

επαγγελματικός οδηγός λάρισας, επαγγελματικός κατάλογος, επαγγελματικός φωτισμός, επαγγελματικός εξοπλισμός, επαγγελματικός εξοπλισμός εστίασης, επαγγελματικός ήχος, επαγγελματικός προσανατολισμός, επαγγελματικός εξοπλισμός κουζίνας, επαγγελματικός προσανατολισμός για εφήβους, επαγγελματικός οδηγός πάτρας, επαγγελματικός οδηγός

Συνώνυμα: επαγγελματικός

επιστημονικός, εξ επαγγέλματος

Μεταφράσεις: επαγγελματικός

επαγγελματικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
professional, occupational, vocational, Business, a professional

επαγγελματικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
profesional, profesionales, profesional de, profesional de la

επαγγελματικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
professionell, fachmann, fachmännisch, beruflich, profi, Profi, Professional, Berufs-

επαγγελματικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
spécialiste, occupant, pro, professionnel, professionnelle, professionnels, professionnelles, professionnel de

επαγγελματικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
professionista, professionistico, professionale, professionali, professionisti, professionale di

επαγγελματικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
profissional, profissão, profissionais, profissional de

επαγγελματικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
professioneel, professionele, professional, de professionele, beroeps-

επαγγελματικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
профессиональный, профессионал, спортсмен-профессионал, профессиональный), профессиональным, профессиональная, профессиональной, профессиональное

επαγγελματικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
profesjonell, fagmann, faglig, profesjonelle, profesjonelt, faglige

επαγγελματικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
professionell, professionella, yrkes, professionellt, yrkesmässig

επαγγελματικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ammattihenkilö, ammattimainen, ammattilainen, ammatillinen, ammatillisen, ammatillista

επαγγελματικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
faglig, professionelle, professionel, faglige, professionelt

επαγγελματικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odborník, odborný, okupační, profesionál, profesionální, profesní, odborné, profesionál z

επαγγελματικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
okupacyjny, zawodowiec, profesjonalista, fachowiec, zajęciowy, wyczynowiec, branżowy, profesjonalny, fachowy, zawodowy, wyczynowy, profesjonalnym, profesjonalnych

επαγγελματικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szakmabeli, szakmai, profi, professzionális, a szakmai, hivatásos

επαγγελματικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
profesyonel, profesyonel bir, mesleki, meslek

επαγγελματικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
професійний, заява, віросповідання, право, спеціальність, фах, професійне, фаховий, професійна

επαγγελματικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
profesional, profesionist, profesionale, profesionistë, profesionale e

επαγγελματικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
професионален, професионална, професионално, професионални, професионалната

επαγγελματικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прафесійны, прафесійнае, спецыялізуецца, спецыялізуецца на

επαγγελματικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
professionaalne, elukutseline, professionaalse, ametialase, professionaalsed, professionaalset

επαγγελματικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
profesionalni, profesionalac, profesionalan, profesionalna, profesionalno

επαγγελματικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
faglega, menntuð, faglegur, atvinnu, fagleg

επαγγελματικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
profesionalus, profesionalių, profesionalų, profesinė, profesionali

επαγγελματικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
profesionāls, profesionālis, profesionāla, profesionālā, profesionāli

επαγγελματικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
професионална, професионални, професионален, професионално, професионалните

επαγγελματικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
profesional, profesionist, profesională, profesionale, profesionala

επαγγελματικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odborník, profesionalna, strokovni, strokovno, profesionalni, poklicna

επαγγελματικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kvalifikovaných, pracovní, odborník, profesionálne, profesionálny, Profesionálna, profesionálnej, profesionálnu

Στατιστικά δημοτικότητας: επαγγελματικός

Τυχαίες λέξεις