Рыхлить στα ελληνικά

Μετάφραση: рыхлить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαλίζω, σκαπάνη, μολάρω, χαλαρώνω, χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
Рыхлить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аналитик στα ελληνικά - αναλυτής, ανατόμος, αναλυτή, αναλυτής της, αναλυτών, ο αναλυτής
  • беспокоить στα ελληνικά - χολή, προβληματισμός, ταλαιπωρία, βασανίζω, ενοχλώ, τρομάζω, μπελάς, ...
  • дезинтеграция στα ελληνικά - αναστάτωση, αποσύνθεση, διάλυση, διάσπαση, αποσύνθεσης, διάσπασης
  • дошивать στα ελληνικά - τελειώνω, τερματισμός, περατώνω, τέλος, doshivat
Τυχαίες λέξεις
Рыхлить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαλίζω, σκαπάνη, μολάρω, χαλαρώνω, χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν