Λέξη: ακόντιο
Σχετικές λέξεις: ακόντιο
ακόντιο παιχνιδια, ακόντιο σκοτώνει κριτή στην γερμανία, ακόντιο όρος, ακόντιο γυναικών, ακόντιο games, ακόντιο ανδρών, ακόντιο σκότωσε 75χρονο κριτή στο ντίσελντορφ, ακόντιο βάρος, ακόντιο βοιωτίας, ακόντιο ετυμολογία
Συνώνυμα: ακόντιο
βέλος, σαΐτα, κεντρί, λούτσος, δόρυ, αιχμή, λύκος, διόδια
Μεταφράσεις: ακόντιο
ακόντιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
javelin, pike, dart, spear, the javelin
ακόντιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jabalina, Javelin, de jabalina, la jabalina, la jabalina de
ακόντιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wurfspeer, speer, wurfspieß, Speer, Speerwurf, javelin
ακόντιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
épieu, javelot, lance, javeline, le javelot, de javelot, javelin
ακόντιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giavellotto, javelin, di giavellotto, del giavellotto
ακόντιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dardo, lança, Javelin, de dardo, Lançamento do Dardo
ακόντιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
speer, Javelin, speerwerpen, spies, werpspies
ακόντιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
копье, дротик, копьё, Javelin, копья, метание копья
ακόντιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spyd, kastespyd, spydet, spydkast
ακόντιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spjut, Javelin, spjutet
ακόντιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keihäs, keihäänheitto, keihään, javelin, keihästä
ακόντιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spydkast, spyd, kastespyd, javelin, lanse
ακόντιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oštěp, kopí, Javelin, hodu, oštěpem, hod oštěpem
ακόντιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oszczep, Javelin, oszczepem, rzut oszczepem, rzucie oszczepem
ακόντιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gerely, Javelin, dárda, dárdáját, gerelyt
ακόντιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cirit, Javelin, kargı, cirit atma
ακόντιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
яванський, дротик, ратище, спис, стріла
ακόντιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtizë, shtizës, shtizën, ushtë, e shtizës
ακόντιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
копие, копието, хвърляне на копие, копието на, сулица
ακόντιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзіда, дроцік
ακόντιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oda, Javelin, Odavise, viskoda, piigi
ακόντιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koplje, koplja, bacanju koplja, koplje za bacanje, Javelin
ακόντιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Javelin, skotspjót, Spjót
ακόντιο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
telum, jaculum
ακόντιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ietis, Javelin, Ieties, ieties metimas, GROT
ακόντιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šķēps, Javelin, šķēpa, Šķēpmešana
ακόντιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фрлање копје, копје, фрлање, копијата
ακόντιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suliţă, suliță, Javelin, sulita, pavăză, sulița
ακόντιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kopje, Javelin, kopja, Met kopja
ακόντιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oštep, oštepy
Τυχαίες λέξεις