Сверять στα ελληνικά
Μετάφραση: сверять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβάλλω, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авиачасть στα ελληνικά - μονάδα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
- бриджи στα ελληνικά - βράκες, βράκα, παντελόνι, μέχρι το γόνατο, γόνατο, παντελόνια μέχρι το γόνατο
- вредоносный στα ελληνικά - δυσμενής, σατανικός, επιζήμιος, κακός, βλαβερός, επιβλαβής, επιβλαβή, ...
- жалобный στα ελληνικά - πένθιμος, περίλυπος, θρηνώδης, θρηνητικός, παραπονετικός, παραπονιάρικος, λυπητερός
Τυχαίες λέξεις
Сверять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβάλλω, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
Μεταφράσεις: παραβάλλω, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη