Λέξη: δωμάτιο
Σχετικές λέξεις: δωμάτιο
δωμάτιο ντουλάπα, δωμάτιο με θέα ταινία, δωμάτιο με θέα, δωμάτιο πανικού, δωμάτιο 105, δωμάτιο 1408, δωμάτιο με θέα θεσσαλονίκη, δωμάτιο μωρού, δωμάτιο ονειροκρίτης, δωμάτιο στο άμστερνταμ, παιδικό δωμάτιο, το δωμάτιο, κόκκινο δωμάτιο, βρεφικό δωμάτιο
Συνώνυμα: δωμάτιο
αίθουσα, χώρος, τόπος, θάλαμος, δώμα, επιμελητήριο, κοιτώνας, διαμέρισμα, σειρά δωμάτιων
Μεταφράσεις: δωμάτιο
δωμάτιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
room, the Room, rooms
δωμάτιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pieza, cámara, habitación, plaza, sala, aposento, cuarto, sala de, la habitación
δωμάτιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
platz, kammer, raum, stube, Zimmer, Raum
δωμάτιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
endroit, paix, place, pièce, salle, chambre, espace, point, pièces, ambiante
δωμάτιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
locale, ambiente, camera, stanza, vano, sala, pranzo, da pranzo
δωμάτιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
telhado, sala, câmara, cobrir, quarto, sala de, espaço, room
δωμάτιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
speling, kamer, bestek, wereldruim, plaats, lokaal, zaal, ruimte, vertrek, kamers, room
δωμάτιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
комната, зала, кабинет, простор, зал, пространство, цыган, аудитория, помещение, изба, место, номер, номере, номера
δωμάτιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rom, plass, værelse, rommet, room
δωμάτιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rum, utrymme, plats, rummet, rums, room
δωμάτιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tila, sija, kammio, huone, tupa, kamari, paikka, huoneessa, huoneista, huoneen, tilaa
δωμάτιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rum, værelse, Værelset, plads, room
δωμάτιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
místnost, komora, pokoj, prostor, místo, pokoji, pokojový, místnosti
δωμάτιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sala, pomieszczenie, stancja, archanioł, miejsce, komnata, przestrzeń, pokoik, izba, pokój, pokoju, room
δωμάτιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szoba, szobában, helyiség, terem, szobák
δωμάτιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oda, odası, odada, room, fiyat
δωμάτιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кімната, зал, простір, приміщення, схову
δωμάτιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hapësirë, odë, dhomë, Dhoma, vend, dhomë të
δωμάτιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
конната, стая, стайна, стаята, стаи, зала
δωμάτιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакой
δωμάτιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ruum, tuba, toas, tubade, ruumi
δωμάτιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sobno, sobi, stanovati, odaja, soba, prostorija, boravak, sobu, room, -sobni
δωμάτιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
herbergi, Hreinlæti, Hreinlæti í, herbergis, Þægindi
δωμάτιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kambarys, Kambarių, kambaryje, kambario, patalpa
δωμάτιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
istaba, telpa, numurs, room, istabu
δωμάτιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
собата, соба, простор, место, сала, просторија
δωμάτιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cameră, odaie, cameră cu, sală, cameră de, camera de
δωμάτιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prostor, pokoj, komora, soba, sobe, sobo, sobi
δωμάτιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
izba, miestnosť, pokoj, komora, izbu, izby, izby na