Λέξη: φουντουκιά

Σχετικές λέξεις: φουντουκιά

φουντουκιά δέντρο, φουντουκιά του θιβέτ, φουντουκιά φυτό, φουντουκιά σε γλάστρα, φουντουκιά θάμνος, φουντουκιά μαγισσών, φουντουκιά καλλιεργεια, φουντουκιά φυτώρια, φουντουκιά φυτά

Συνώνυμα: φουντουκιά

λεπτοκαρυά, φουντούκι

Μεταφράσεις: φουντουκιά

φουντουκιά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hazel, of hazelnut, hazelnut, the hazel, filbert tree

φουντουκιά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
avellano, avellana, hazel, avellanos, avellana de

φουντουκιά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Hasel, hazel, Nuss, haselnuss

φουντουκιά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
noisetier, noisette, Hazel, noisetiers, le noisetier

φουντουκιά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nocciolo, nocciola, Hazel, noccioli, noccioleti

φουντουκιά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aveleira, avelã, Cor de Avelã, hazel, Cor de Avelã Tanto

φουντουκιά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hazelnoot, Hazel, hazelaar, Goudbruin, hazelaars

φουντουκιά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
орешник, лещина, карий, карие, орешника

φουντουκιά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hassel, hasselfarget, hazel

φουντουκιά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hassel, Hazel, hasselnötsbruna

φουντουκιά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pähkinäpensas, pähkinänruskea, Pähkinänruskeat, hazel, keskiverto pähkinänruskea

φουντουκιά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Hazel, nøddebrune, hassel, nøddebrun, normal nøddebrune

φουντουκιά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
líska, ořechová, hazel, oříškové, lískových

φουντουκιά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
leszczyna, piwny, piwne, Hazel, piwny Stosunek

φουντουκιά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mogyoróbarna, mogyoróbokor, Hazel, mogyoró

φουντουκιά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fındık, fındık ağacı, Hazel, ela, kestane

φουντουκιά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ліщина, ліщину, горішник, ліщині, ліщини

φουντουκιά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bojë lajthie, Hazel, kalter, te kalter, lajthia

φουντουκιά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
леска, лешников, Пъстри, лешник, лешникови

φουντουκιά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ляшчына, арэшнік, свой арэшнік, ляшчыннік, ляшчыну

φουντουκιά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pähklikarva, sarapuu, pähkelpruun, Hazel, Kirjud, pähkelpruunid

φουντουκιά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lijeska, lješnjak, ljeska, kestenjaste, boje lješnjaka, lijeske

φουντουκιά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Hazel

φουντουκιά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lazdynas, rusva, Šviesiai ruda, lazdyno

φουντουκιά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lazda, Hazel, lazdu, lazdas, lazdu rieksti

φουντουκιά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лешникот, леска, лешник, Hazel, Хазел, светлокафеави

φουντουκιά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
căprui, alun, hazel, de alun, normal căprui

φουντουκιά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
líska, lešnikova, hazel, leska, poraščeno lešnikova, povprečno lešnikova

φουντουκιά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lieska
Τυχαίες λέξεις