Светящийся στα ελληνικά
Μετάφραση: светящийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακτινοβόλος, αστραφτερός, φωτεινός, φωτεινή, φωτεινής, φωτεινό, φωτεινά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бурун στα ελληνικά - μπικουτί, διακόπτης, διακόπτη, διακόπτη προστασίας, προστασίας αγωγών, σπάσιμο
- выковывать στα ελληνικά - αναπτύσσομαι, αναπτύσσω, σφυροκοπώ, καταλήξουν, υποβάλει εγκαίρως
- выпалывать στα ελληνικά - ζιζάνιο, αγριόχορτο, ζιζανίων, των ζιζανίων, ζιζανίου
- дерматин στα ελληνικά - δερματίνη, από δερματίνη, δερματίνης
Τυχαίες λέξεις
Светящийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακτινοβόλος, αστραφτερός, φωτεινός, φωτεινή, φωτεινής, φωτεινό, φωτεινά
Μεταφράσεις: ακτινοβόλος, αστραφτερός, φωτεινός, φωτεινή, φωτεινής, φωτεινό, φωτεινά