Семейственный στα ελληνικά

Μετάφραση: семейственный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπίτι, οικογένεια, οικιακός, κατοικίδιος, νεποτισμός, νεποτισμό, νεποτισμού, του νεποτισμού, ο νεποτισμός
Семейственный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • баронесса στα ελληνικά - βαρόνη, baroness, βαρόνης, η βαρόνη, τη βαρόνη
  • бестрепетный στα ελληνικά - ατρόμητος, intrepid, ατρόμητο, ατρόμητου, απτόητο
  • генотип στα ελληνικά - γονότυπο, γονότυπος, γονότυπου, γονοτύπου, γενότυπο
  • дисконт στα ελληνικά - μείωση, σκόντο, έκπτωση, έκπτωσης, εκπτώσεις, προεξοφλητικό, προεξόφλησης
Τυχαίες λέξεις
Семейственный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπίτι, οικογένεια, οικιακός, κατοικίδιος, νεποτισμός, νεποτισμό, νεποτισμού, του νεποτισμού, ο νεποτισμός