Λέξη: απάτη
Σχετικές λέξεις: απάτη
απάτη μέσω διαδικτύου, απάτη με ιό δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος, απάτη st medical, απάτη 386 πκ, απάτη ορισμός, απάτη ενός εκατομμυρίου – τέσσερις αστυνομικοί στο κύκλωμα, απάτη του αγίου φωτός, απάτη με πιστωτικές κάρτες, απάτη στο δικαστήριο, απάτη της χοληστερίνης, worldventures, worldventures απάτη, organo gold, organo gold απάτη, amway απάτη, amway
Συνώνυμα: απάτη
απατεώνας, απομίμηση, κοροϊδία, αστεϊσμός, αστείο, προσποίηση, απατεών, νοθεία, καταδολίευση, πονηριά, δόλος, πείραγμα, τέχνασμα, κατεργαριά, παιγνίδι, παιχνίδι, κόλπος, ψευτιά, τάβλι, χοιρομέρι, καραμέλα μέντας, αγυρτία, αγύρτης, πλάνη, σόφισμα, σφαλερότης, σφαλερότητα, αυταπάτη, παραίσθηση, εξαπάτηση, επιβολή, καταστρατήγηση, παράκαμψη
Μεταφράσεις: απάτη
απάτη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
con, trickery, fraud, deceit, deception, hoax, sham
απάτη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impostura, engaño, fraude, impostor, el fraude, fraudes, de fraude, fraude de
απάτη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fälscher, gaunerei, betrügen, betrug, betrüger, täuschung, betrügerei, list, streich, sträfling, etikettenschwindel, hochstapler, kniff, schwindel, Betrug, Betrugs, Betrugsbekämpfung
απάτη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
détenu, astuce, supercherie, escroquer, mensonge, ruse, artifice, escroquerie, truqueur, tricheur, imposteur, stratagème, tromperie, escroc, faux, fraudeur, fraude, la fraude, fraudes, les fraudes, de fraude
απάτη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
truffa, astuzia, inganno, frode, impostore, frodi, la frode, le frodi
απάτη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deteriorar, fraude, a fraude, fraudes, de fraude, da fraude
απάτη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedrieger, bedrog, foefje, streek, kneep, kunstgreep, fraude, van fraude, fraude te
απάτη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мошенник, надувать, лживость, подделка, мошенничество, жульничество, хитрость, надувательство, подлог, плутовство, трюк, обман, афера, обманщик, уловка, мошенничества, мошенничеством, мошенничестве
απάτη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svindel, svik, list, bedrager, bedrageri, misligheter
απάτη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bedrägeri, list, bedrägerier
απάτη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
petos, huijaaminen, vilppi, huijaus, harhautus, huijari, harhaanjohtaminen, juoni, kusettaa, konna, rangaistusvanki, huiputtaa, vanki, lurjus, petollisuus, huijata, petosten, petoksia, petokset, petoksen
απάτη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kneb, bedrageri, svig, af svig, svindel
απάτη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
klam, falšovatel, podvodný, lež, klamný, úskok, podvádění, podvodník, lstivost, podvod, proti, podvodům, podvody, podvodu, podvodů
απάτη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oszust, hochsztaplerstwo, wygładzać, podstęp, oszustwo, matactwo, stornować, machlojka, nabieranie, łgarstwo, hochsztapler, fałsz, szwindel, szalbierstwo, fałszerstwo, oszukiwanie, oszustwa, oszustw, nadużyć finansowych, nadużycia finansowe
απάτη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ellenérv, vitató, svindli, csalás, csalások, a csalás, csalással, csalást
απάτη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aldanma, dolandırıcı, hile, dolandırıcılık, sahtekarlığa, sahtekarlık, dolandırıcılığı, sahtekarlığı
απάτη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
облуда, обман, надувати, шахрайство, обманювати, підроблення, хитрість, ошукувати, облудність, ошуканство, афера, облуду, шахрай, надимати
απάτη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mashtrim, mashtrimit, mashtrimi, mashtrimet, mashtrimi i
απάτη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обмен, измама, измами, измамите, с измамите, на измами
απάτη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
махлярства
απάτη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kelmustükid, pettus, vastu, tüssamine, pettuse, pettuste, pettust, pettusi
απάτη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lukavstvo, obmana, zloporaba, prijevara, zabluda, podmuklost, prevara, prijevare, prijevaru, varalica
απάτη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svik, svikum
απάτη στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
dolus, fraus
απάτη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apgaulė, apgavystė, sukčiavimas, sukčiavimo, sukčiavimu, su sukčiavimu, sukčiavimą
απάτη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
blēdība, krāpšana, mānīšanās, krāpšanu, krāpšanas, par krāpšanu, krāpšanās
απάτη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
измама, измами, за измама, проневера, измамата
απάτη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înşelăciune, fraudă, impostor, fraudei, frauda, fraudelor, fraude
απάτη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
proti, lest, trik, goljufije, goljufija, goljufij, goljufijam, goljufijo
απάτη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chytráctvo, podvodník, klam, proti, podvod, trik, defraudácia, podvodu
Στατιστικά δημοτικότητας: απάτη
Τυχαίες λέξεις