Скипетр στα ελληνικά
Μετάφραση: скипетр, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραβδί, βέργα, σκήπτρο, κοντάρι, το σκήπτρο, σκήπτρου, σκήπτρον, σκήπτρα
Μεταφράσεις
- балбесничать στα ελληνικά - αδρανής, σπαταλώ, σπατάλη, άνεργος, τεμπέλης, αργόσχολος, λύμα, ...
- беседовать στα ελληνικά - μιλώ, κρένω, συνομιλώ, ομιλία, κουβέντα, συζήτηση, ομιλίας, ...
- вымогательница στα ελληνικά - ανασκαφέας, Digger, εκσκαφέα, εκσκαφείς, εκσκαφέας
- жужжать στα ελληνικά - βουίζω, κηφήνας, βόμβος, Buzz, βόμβο, το Buzz, Μπαζ
Τυχαίες λέξεις
Скипетр στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραβδί, βέργα, σκήπτρο, κοντάρι, το σκήπτρο, σκήπτρου, σκήπτρον, σκήπτρα
Μεταφράσεις: ραβδί, βέργα, σκήπτρο, κοντάρι, το σκήπτρο, σκήπτρου, σκήπτρον, σκήπτρα