Складывать στα ελληνικά
Μετάφραση: складывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιβάδα, φτιάχνω, μεταγλωττίζω, παφλάζω, συλλέγω, σωρός, βάζω, ξαπλώνω, σύνολο, στοιβάζω, συνθέτω, ποσό, κοσμικός, τοποθετώ, ορυχείο, πράξη, προσθέστε, προσθέσετε, προσθέτουν, προσθέσει, να προσθέσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- братец στα ελληνικά - ζευγαρώνω, αγαπητός, αδερφός, αδελφός, ταίρι, φιλαράκος, φίλος, ...
- вольница στα ελληνικά - Libertines
- годность στα ελληνικά - χρησιμεύω, όφελος, επισκευάζω, ισχύς, ωφελώ, καταλληλότητα, επισκευή, ...
- двор στα ελληνικά - προαύλιο, ερωτοτροπώ, αυλή, τόπος, μέρος, δικαστήριο, τοποθετώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Складывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιβάδα, φτιάχνω, μεταγλωττίζω, παφλάζω, συλλέγω, σωρός, βάζω, ξαπλώνω, σύνολο, στοιβάζω, συνθέτω, ποσό, κοσμικός, τοποθετώ, ορυχείο, πράξη, προσθέστε, προσθέσετε, προσθέτουν, προσθέσει, να προσθέσετε
Μεταφράσεις: στοιβάδα, φτιάχνω, μεταγλωττίζω, παφλάζω, συλλέγω, σωρός, βάζω, ξαπλώνω, σύνολο, στοιβάζω, συνθέτω, ποσό, κοσμικός, τοποθετώ, ορυχείο, πράξη, προσθέστε, προσθέσετε, προσθέτουν, προσθέσει, να προσθέσετε