Λέξη: καταστρέφω

Σχετικές λέξεις: καταστρέφω

καταστρέφω συνώνυμα, καταστρέφω στα γαλλικά, καταστρέφω στα αγγλικά, καταστρέφω αρχαία

Συνώνυμα: καταστρέφω

παραμορφώνω, αφανίζω, χαλώ, φθείρω, σκοτώνω, φονεύω, σφάζω, θανατώνω, εξουδετερώνω, ξεκάνω, λύω, ξεκουμπώνω, ανατινάσσω, εκρήγνυμαι, φυσώ, βρίζω, ανατινάσσομαι, φθείρομαι, χαλνώ, συλώ, κακομαθαίνω, κατεδαφίζω, μαραίνω, μικρό νησί, ξεραίνω, ασχημίζω, χειροτερεύω, κηλιδώνω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, αποδεκατίζω, κόπτω τα άνθη, διακορεύω, ερημώνω

Μεταφράσεις: καταστρέφω

καταστρέφω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
devastate, ravage, disrupt, annihilate, destroy, deflower, deface, ruin, decimate

καταστρέφω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desolar, arruinar, destrozar, devastar, destruir, anonadar, talar, aniquilar, desflorar, desflorar a, deflower, desvirgar, desvirgue

καταστρέφω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verwüsten, ausradieren, zerstören, ausrotten, unterbrechen, vernichten, entjungfern, deflower, zu entjungfern, deflorieren, entjungfere

καταστρέφω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abattre, anéantir, entrecouper, ravager, piller, démanteler, dévastez, rompre, moissonner, défaire, démolir, détruisons, crever, exterminer, ravage, détruis, déflorer, dépuceler, dépucellera, déflorera, déflore

καταστρέφω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
annientare, rovinare, distruggere, annichilire, struggere, devastare, desolare, saccheggiare, deflorare, deflower, sverginare, scopargli, deflorasse

καταστρέφω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
subverter, destruir, destinar, destrua, demolir, desflorar, deflorar, deflower, deflorá, desvirginar

καταστρέφω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vernielen, afbreken, vernietigen, verwoesten, onteren, ontmaagden, deflower, te ontmaagden, laten ontmaagden

καταστρέφω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разорвать, бесноваться, перервать, упразднять, перерывать, прерывать, губить, трепануть, разрывать, прервать, крушить, опустошать, изничтожать, подрывать, расторгнуть, отменять, изнасиловать, дефлорировать, лишить девственности, девственности, лишать девственности

καταστρέφω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ødelegge, herje, tilintetgjøre, deflower

καταστρέφω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ödelägga, förinta, skövla, fördärva, krossa, döda, deflower

καταστρέφω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kukistaa, tappaa, hävittää, tuhota, murtua, särkeä, keskeyttää, häiritä, romuttaa, murtaa, raiskata, nujertaa, surmata, rikkoa, ryöstää, sekoittaa, deflower

καταστρέφω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ødelægge, deflower

καταστρέφω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozrušit, zpustošit, přerušit, zbořit, rozdrtit, drancovat, pustošit, vyhladit, pobít, vyhubit, zahubit, zrušit, kosit, vyhlazovat, decimovat, ničit, deflorovat, zbavit panenství

καταστρέφω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uśmiercać, rabunek, burzyć, pustoszyć, zakłócać, niszczyć, spustoszyć, rozerwać, zniweczyć, kruszyć, rozrywać, unicestwiać, dewastować, zaburzyć, zdewastować, plądrować, zeszpecić, pozbawiać dziewictwa

καταστρέφω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pusztítás, rombolás, szüzességétől megfoszt

καταστρέφω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yıkmak, koparmak, kızlığını bozmak, deflower, bekâretini bozmak, çiçeklerini yolmak

καταστρέφω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розривати, хрипко, розірвати, зруйнувати, плюндрувати, знищувати, сплюндрувати, знищити, знищте, зривати, нищити, спустошувати, винищити, винищувати, згвалтувати, зґвалтувати

καταστρέφω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkatërroj, përdhunoj, prish, zhvirgjeroj

καταστρέφω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
опустошение, изнасилвам, дефлорирам, обезчестявам, дефлорира, загрозявам

καταστρέφω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
згвалціць, згвалтаваць

καταστρέφω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põrmustama, muserdama, laastama, hukkama, katkestama, hävitama, defloreerima

καταστρέφω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uništiti, razarati, razrušiti, opustošiti, pustošiti, devastirati, poništiti, raskinuti, rušiti, rušenje, ukinuti, poremetiti, srušiti, iščupati, istrijebiti, pustošenje, deflorirati

καταστρέφω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eyðileggja, eyða, herja, deflower

καταστρέφω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
diruo, depopulo, deleo, effligo, adnihilo

καταστρέφω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suskaldyti, sugriauti, Uostas, Zeszpecić, Deflorēt, Atimti dziewictwa, Laupīt nekaltumą

καταστρέφω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
deflorēt, laupīt nevainību

καταστρέφω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
deflower

καταστρέφω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
distruge, deflora, strica

καταστρέφω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
narušit, pustošit, ničit, Deflorirati

καταστρέφω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zrušiť, deflorovat
Τυχαίες λέξεις