Слабительное στα ελληνικά
Μετάφραση: слабительное, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκενώνω, καθαρτικό, καθαρτική, υπακτική, καθαρτικές, καθαρτικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бизнесмен στα ελληνικά - επιχειρηματίας, επιχειρηματία, επιχειρηματίας που, επιχειρηματία που
- важничающий στα ελληνικά - αποπνικτικός, σπουδαίος, σημαντικός, αυτάρεσκος, φαντασμένος, αλαζόνων, υπεροπτικά
- ввезти στα ελληνικά - εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγών, εισαγωγές
- директор στα ελληνικά - πρόεδρος, ράμφος, ηγετικός, μετρ, κύριος, αφέντης, δεξιοτέχνης, ...
Τυχαίες λέξεις
Слабительное στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκενώνω, καθαρτικό, καθαρτική, υπακτική, καθαρτικές, καθαρτικού
Μεταφράσεις: εκκενώνω, καθαρτικό, καθαρτική, υπακτική, καθαρτικές, καθαρτικού