Слабовольный στα ελληνικά

Μετάφραση: слабовольный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδύναμος, ανίσχυρος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
Слабовольный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • библиотекарша στα ελληνικά - βιβλιοθηκάριος, βιβλιοθηκονόμος, βιβλιοθηκονόμο, βιβλιοθηκονόμου, βιβλιοθηκάριο
  • бисировать στα ελληνικά - επαναλαμβάνω, καλώ πάλι, encore, το Encore, Η Encore, την Encore
  • детективный στα ελληνικά - ντετέκτιβ, αστυνομικό, αστυνομικών, ντέντεκτιβ, αστυνομικός
  • жница στα ελληνικά - θεριστής, θεριστική μηχανή, Reaper, θεριστή, θεριστική
Τυχαίες λέξεις
Слабовольный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδύναμος, ανίσχυρος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής