Λέξη: κορσέ

Σχετικές λέξεις: κορσέ

κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ

Μεταφράσεις: κορσέ

κορσέ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
corset, corsets, girdle, the corset, the girdle

κορσέ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corsé, del corsé, corsé de, el corsé, corset

κορσέ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
korsett, Korsett, Korsetts, corset

κορσέ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corset, corset de, corsets, guêpière

κορσέ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corsetto, del corsetto, busto, il corsetto, corsetto di

κορσέ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espartilho, corset, do espartilho, colete, espartilho de

κορσέ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
korset, corset, keurs lijf, korsettenmaker

κορσέ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
корсет, пояс, грация, корсета, корсеты, корсетом

κορσέ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
korsett, corset, korsettet

κορσέ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
korsett, korsetten, corset

κορσέ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korsetti, korsetin, corset, sukkanauhavyöt, korsetissa

κορσέ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
korset, Corset, Corsage, korsettet, korsetmager

κορσέ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šněrovačka, korzet, korzety, korzetu, corset

κορσέ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gorset, corset, gorsetu, gorsetowego, gorset ze

κορσέ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
befűz, fűző, fűzőt, corset, gyógyfűző

κορσέ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
korse, corset, korsenin, bir korse

κορσέ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
корсет, грація, пояс, пасок

κορσέ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
korse

κορσέ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
корсет, корсета, корсети, корсет от

κορσέ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гарсэт, корсет

κορσέ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
turvis, korsett, korsetti, korsettvööd, korsettide, korsetivarvad

κορσέ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
steznik, korzet, korzetu, korzeta, korset

κορσέ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
corset

κορσέ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
korsetas, korsetų, corset, korseto, Korsete

κορσέ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
korsete, korsešu, korsetes, korseti, corset

κορσέ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
корсет, корсетот

κορσέ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
corset, corsetul, Corsete, corset din

κορσέ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
korzet, steznikov, steznik

κορσέ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
korzet
Τυχαίες λέξεις