Λέξη: παλαίμαχος
Σχετικές λέξεις: παλαίμαχος
παλαίμαχος αεκ ναρκωτικά, παλαίμαχοσ γκόμενα, παλαίμαχος της αεκ για ναρκωτικά, παλαίμαχοσ ποδοσφαιριστήσ τησ αεκ κατηγορούμενοσ για εμπόριο ναρκωτικών, παλαίμαχος ποδοσφαιριστής της αεκ συνελήφθη για εμπόριο ναρκωτικών
Συνώνυμα: παλαίμαχος
κτηνίατρος, βετεράνος, απόμαχος, απόστρατος
Μεταφράσεις: παλαίμαχος
παλαίμαχος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
veteran, vet, a veteran, veteran of, elder
παλαίμαχος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
veterano, veterano de, el veterano, veterana, veteranos
παλαίμαχος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
veteran, ausgedient, Veteran, Veteranen
παλαίμαχος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vétéran, ancien combattant, vétéran de, le vétéran, anciens combattants
παλαίμαχος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reduce, veterano, il veterano, veterano di, veterano del, veterana
παλαίμαχος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
veterano, veteran, veterano de, o veterano, veterana
παλαίμαχος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oud-strijder, oudgediende, veteraan, ervaren, de veteraan, veteranen, veteraan van
παλαίμαχος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ветеран, ветерана, ветераном, ветеранов
παλαίμαχος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
veteran, veteranen, Junior, Senior
παλαίμαχος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
veteran, veteranen, erfaren
παλαίμαχος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
veteraani, konkari, sotaveteraani, veteraanin
παλαίμαχος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
veteran, veteranen, erfaren
παλαίμαχος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
veterán, vysloužilec, veterána, veteránem, veteránů
παλαίμαχος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
weteran, kombatant, weteranem, weterana, weteranów, doświadczony
παλαίμαχος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
veterán, veteránja, a veterán, veteran
παλαίμαχος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emektar, usta, kıdemli, gazisi, tecrübeli
παλαίμαχος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вика, ветеран, Довгожитель, ветерана
παλαίμαχος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
veteran, veteran i, veterane, veterani, veteran të
παλαίμαχος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ветеран, ветерана, ветеран от, ветеранът, ветерани
παλαίμαχος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ветэран, вэтэран
παλαίμαχος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
veteran, veteranid, veterani, veteranide
παλαίμαχος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
veteranski, veteran, veterana, veteranskog, branitelj, veteranka
παλαίμαχος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
öldungur, fyrrum hermaður, hermaður
παλαίμαχος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veteranas, veterano, veteranai, veteranų
παλαίμαχος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veterāns, veterāna, veteran, veterānu
παλαίμαχος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ветеранот, ветеран, ветерани, ветеран од
παλαίμαχος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
veteran, veteran de, veteran al, veteranul, de veteran
παλαίμαχος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
veterán, veteran, veterana, veteranka, veteranskega
παλαίμαχος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
veterán
Τυχαίες λέξεις