Случившееся στα ελληνικά
Μετάφραση: случившееся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεγονός, περιστατικό, συμβάν, τι συνέβη, αυτό που συνέβη, τι έγινε, το τι συνέβη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- брезгливость στα ελληνικά - αποστροφή, λεπτολογία, σχολαστικότητα, σχολαστικότητα του, σχολαστικότητά, fastidiousness
- внедрять στα ελληνικά - ενσωματώνω, ενσταλάζω, φτιάχνω, περιζώνω, φυτεύω, όργανο, ρίζα, ...
- газомет στα ελληνικά - προβολέας, GAZOMET
- доярка στα ελληνικά - γαλακτοπώλης, χωριατοπούλα, γαλακτοπώλισσα, κοπέλλα πού αρμέγει τις αγελάδες
Τυχαίες λέξεις
Случившееся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεγονός, περιστατικό, συμβάν, τι συνέβη, αυτό που συνέβη, τι έγινε, το τι συνέβη
Μεταφράσεις: γεγονός, περιστατικό, συμβάν, τι συνέβη, αυτό που συνέβη, τι έγινε, το τι συνέβη