Λέξη: νόμιμα

Σχετικές λέξεις: νόμιμα

νόμιμα ιδιαίτερα μαθήματα, νόμιμα τα αυθαίρετα επί αιγιαλού και παραλίας, νόμιμα γραφεία ευρέσεως εργασίας, νόμιμα ναρκωτικά, νόμιμα τα αυθαίρετα με αντιπαροχή, νόμιμα μέσα αυτοάμυνας, νόμιμα όλα τα αυθαίρετα προ του 1975, νόμιμα επιτόκια δανεισμού, νόμιμα εύρετρα, νόμιμα τα αυθαίρετα προ του 1975

Μεταφράσεις: νόμιμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
legally, legitimate, lawfully, legal, legitimately
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
legalmente, jurídicamente, legal, ley, jurídica
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
legal, rechtlich, gesetzlich, rechtmäßig, juristisch
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
légalement, juridiquement, juridique, loi, la loi
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
legalmente, giuridicamente, giorno festivo, legge, legale
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
legalmente, juridicamente, legal, jurídica, lei
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wettelijk, legaal, juridisch, rechtsgeldig, wettig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
юридически, обязательно, легально, законно, юридическую, законных основаниях
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lovlig, juridisk, rettslig, retts
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lagligt, juridiskt, lagligen, rättsligt, lag
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laillisesti, oikeudellisesti, lain, juridisesti, lain mukaan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lovligt, juridisk, retligt, lovlig, er lovligt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
legálně, právně, právní, zákonem, zákona
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prawnie, sądownie, legalnie, prawem, legalnie i gratis, zgodnie z prawem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jogilag, legálisan, jogszerűen, jogi, törvényesen
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yasal, yasal olarak, hukuken, hukuki, kanunen
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
юридично
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ligjërisht, legalisht, me ligj, ligjërisht të, juridikisht
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
законно, легално, правно, законово, юридически
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
юрыдычна
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seaduslikult, õiguslikult, juriidiliselt, seadusega, õiguspäraselt
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zakonito, legalno, pravno, zakonski, zakonom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
löglega, lagalega, lögum, löglegan
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teisiškai, teisėtai, legaliai, juridiškai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
likumīgi, juridiski, tiesiski, legāli, kas likumīgi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
законски, правно, легално, закон, законска
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
legal, mod legal, punct de vedere juridic, în mod legal, punct de vedere
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zakonito, pravno, zakonsko, ki zakonito
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
legálne, zákonne, legálny, legálnym, oprávnene
Τυχαίες λέξεις