Смачивать στα ελληνικά
Μετάφραση: смачивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσκεύω, νωπός, βρεγμένος, υγρός, περιχύω, βρέχω, υγραίνω, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ветреность στα ελληνικά - επιπολαιότητα, ελαφρότητα, την ελαφρότητα, ελαφρότητας, ανύψωσης του
- галифе στα ελληνικά - ιππασία, ιππασίας, οδήγησης, οδήγηση, ποδηλασίας
- дифтеритный στα ελληνικά - diphtheritic
- дуэт στα ελληνικά - ζευγάρι, ντουέτο, δίδυμο, duo, ντουέτου, το δίδυμο
Τυχαίες λέξεις
Смачивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσκεύω, νωπός, βρεγμένος, υγρός, περιχύω, βρέχω, υγραίνω, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
Μεταφράσεις: μουσκεύω, νωπός, βρεγμένος, υγρός, περιχύω, βρέχω, υγραίνω, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά