Содействовать στα ελληνικά

Μετάφραση: содействовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοηθώ, επισπεύδω, περαιτέρω, υποβοηθώ, συνεισφέρω, διευκολύνω, προωθώ, παραπέρα, ευνοώ, προάγω, χάρη, ρουσφέτι, μακρύτερος, συμβάλλουν, συμβάλλει, να συμβάλει, συνεισφέρουν, συμβάλει
Содействовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автохтон στα ελληνικά - ιθαγενής, ντόπιος, αυτοχθονική, autochthon, Αυτόχθονης, Αυτόχθων
  • активный στα ελληνικά - ενεργητικός, ενεργός, ευμενής, ευνοϊκός, δραστήριος, συνταρακτικός, ακμαίος, ...
  • анархия στα ελληνικά - χάος, αναρχία, αναρχίας, την αναρχία, η αναρχία, της αναρχίας
  • валяние στα ελληνικά - κυλιέμαι στη λάσπη, βυθιζόμαστε, wallow, βυθίζεται, κυλιούνται
Τυχαίες λέξεις
Содействовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοηθώ, επισπεύδω, περαιτέρω, υποβοηθώ, συνεισφέρω, διευκολύνω, προωθώ, παραπέρα, ευνοώ, προάγω, χάρη, ρουσφέτι, μακρύτερος, συμβάλλουν, συμβάλλει, να συμβάλει, συνεισφέρουν, συμβάλει