Соперничать στα ελληνικά

Μετάφραση: соперничать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίζηλος, παραβγαίνω, μιμούμαι, αντιπαράθεση, αντίπαλος, αντίπαλο, ανταγωνιστή, αντίπαλες, αντίπαλό
Соперничать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бумажный στα ελληνικά - χαρτί, χαρτιού, έγγραφο, το χαρτί, του χαρτιού
  • добывание στα ελληνικά - καταγωγή, εξαγωγή, εκχύλιση, εκχύλισης, εξόρυξη, εκχυλίσεως
  • духовник στα ελληνικά - εξομολογητής, πνευματικός, εξομόλογος, Ομολογητής, εξομολόγος, εξομολογητή
  • желание στα ελληνικά - ευχή, επιθυμία, διαθήκη, προαίρεση, θέληση, καημός, όρεξη, ...
Τυχαίες λέξεις
Соперничать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίζηλος, παραβγαίνω, μιμούμαι, αντιπαράθεση, αντίπαλος, αντίπαλο, ανταγωνιστή, αντίπαλες, αντίπαλό