Λέξη: υποκειμενικός

Σχετικές λέξεις: υποκειμενικός

υποκειμενικός ορισμός, υποκειμενικός συνώνυμο, υποκειμενικόσ ιδεαλισμόσ, υποκειμενικός αντώνυμα, υποκειμενικός αγγλικά, υποκειμενικός χρόνος, υποκειμενικός παράγοντας, υποκειμενικός translate, υποκειμενικός συνώνυμα

Μεταφράσεις: υποκειμενικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
subjective, substructure, a subjective, subjectivity
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
subjetivo, subjetiva
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
subjektiv, subjektive, subjektiven
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assujettissement, subjectif, subjective
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
soggettivo, personale, soggettiva
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
debelar, assunto, sujeitar, subjetivo, subjetiva, subjectiva
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
subjectief, persoonlijke, subjectieve
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
субъективный, субъективное, субъективным, субъективная, субъективно
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
subjektive, English, Opprinnelig
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
subjektiva, subjektivt, ett subjektivt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
henkinen, hengen, subjektiivinen, subjektiivisia, subjektiivista, subjektiivisen, kirjoittajien henkilökohtaisia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
subjektive, subjektiv, subjektiv holdning, nyttigt, på English
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
osobní, subjektivní, subjektivním, subjektivního, subjektivně
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podmiotowy, subiektywny, prywatną, prywatnÄ
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alanyi, szubjektív, alany, a szubjektív
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sübjektif, öznel, ilgili, subjektif, kişisel
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
суб'єктивний, суб'єктивного
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
subjektiv, subjektive, subjektivë, subjektive e, subjektive të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
субективен, субективно, субективна, субективното, субективната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
суб'ектыўны, суб'ектыўнае
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
subjektiivne, subjektiivse, subjektiivset, subjektiivseid, subjektiivsed
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
subjektni, subjektivan, subjektivna, subjektivno, subjektivni, subjektivne
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
huglæg, huglægt, huglæga, huglægu, huglægs
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
subjektyvus, subjektyvi, subjektyvūs, subjektyviai, subjektyvios
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
subjektīvs, subjektīva, subjektīvi, subjektīvais, subjektīvā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
субјективни, субјективна, субјективните, субјективен, субјективно
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
subiectiv, subiectivă, subiective, subiectiva
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
subjektivní, subjektivna, subjektivno, subjektivni, subjektivne, subjektiven
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
subjektívne, subjektívny, subjektívna, subjektívnej, subjektívnu
Τυχαίες λέξεις