Λέξη: εκπαίδευση

Σχετικές λέξεις: εκπαίδευση

εκπαίδευση και δια βίου μάθηση 2014, εκπαίδευση κουταβιού, εκπαίδευση εκπαιδευτών, εκπαίδευση σκύλων, εκπαίδευση και δια βίου μάθηση, εκπαίδευση αλλοδαπών και παλιννοστούντων μαθητών, εκπαίδευση των παιδιών ρομά, εκπαίδευση παιδιών ρομά αποτελεσματα, εκπαίδευση ενηλίκων, εκπαίδευση εκπαιδευτών ενηλίκων, πρωτοβάθμια, πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δευτεροβάθμια εκπαίδευση, εκπαιδευση, τριτοβάθμια εκπαίδευση, περιβαλλοντική εκπαίδευση, πρωτοβάθμια εκπαίδευση θεσσαλονίκης, εξ αποστάσεως εκπαίδευση, τπε στην εκπαίδευση, τπε, υποχρεωτική εκπαίδευση

Συνώνυμα: εκπαίδευση

γύμναση, εξάσκηση, προπόνηση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση

Μεταφράσεις: εκπαίδευση

εκπαίδευση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
training, education, learning

εκπαίδευση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
preparación, instrucción, adiestramiento, entrenamiento, enseñanza, educación, la educación, de educación, la enseñanza

εκπαίδευση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausbildung, schulung, Bildung, Ausbildung, Erziehung, Bildungs

εκπαίδευση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
formation, entraînement, exercice, dressage, enseignement, stage, apprentissage, recyclage, instruction, éducation, l'éducation, l'enseignement

εκπαίδευση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
addestramento, istruzione, allenamento, formazione, educazione, dell'istruzione, l'istruzione

εκπαίδευση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
educação, ensino, a educação, formação, de educação

εκπαίδευση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opleiding, onderwijs, opvoeding, het onderwijs, Education

εκπαίδευση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подготовленность, учеба, закалка, тренировка, практикум, подготовка, выездить, занятие, учение, воспитание, выучка, наводка, кроссовки, дрессировка, обучение, учёба, образование, образования, просвещение

εκπαίδευση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trening, opplæring, utdanning, utdannelse, utdanningen, utdannings

εκπαίδευση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
träning, övning, utbildning, utbildningen, utbildnings, undervisning

εκπαίδευση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harjoitus, treenaus, harjaantuneisuus, koulutus, koulutuksen, koulutukseen, koulutusta, koulutus-

εκπαίδευση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uddannelse, træning, undervisning, uddannelser, uddannelses-

εκπαίδευση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
drezúra, školení, výcvik, nácvik, instruktáž, výchova, vzdělávání, vzdělání, školství, vzdělávací

εκπαίδευση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ćwiczenie, trenowanie, kształcenie, praktyka, szkolenie, tresowanie, trening, wyszkolenie, przeszkolenie, tresura, instruktaż, staż, wytrenowanie, edukacja, wykształcenie, wychowanie, szkolnictwo

εκπαίδευση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
begyakoroltatás, felfuttatás, idomítás, oktatás, oktatási, az oktatás, oktatásban, oktatást

εκπαίδευση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eğitim, Eğitimi, öğretim, Öğrenim, eğitimleri

εκπαίδευση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
учбовий, навчання, підготовка, зайняття, освіту, Освіта, утворення

εκπαίδευση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stërvitje, arsim, edukim, arsimi, edukimi, arsimimi

εκπαίδευση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обучение, тренировка, образование, образованието, на образованието, образователната

εκπαίδευση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адукацыя, адукацыю, ўтварэнне, адукацыі

εκπαίδευση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
dresseerimine, treenimine, haridus, hariduse, haridus-, haridusele, haridust

εκπαίδευση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obučavanje, obuka, usavršavanja, vježbanje, obrazovanje, obrazovanja, edukacija, odgoj, obrazovanju

εκπαίδευση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
menntun, menntunar, nám, fræðsla, aðgreiningar

εκπαίδευση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
treniravimas, švietimas, ugdymas, švietimo, išsilavinimas, mokymas

εκπαίδευση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
treniņš, izglītība, izglītības, pakalpojumi Izglītība, izglītību, izglītībai

εκπαίδευση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
образование, образованието, едукација, агенција

εκπαίδευση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
educație, educației, educația, învățământ, învățământul

εκπαίδευση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izobraževanje, izobraževanja, izobrazba, vzgoja, izobraževanju

εκπαίδευση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
školení, výcvik, kurz, cvičení, vzdelávanie, vzdelávania, vzdelávaní, prípravy, vzdelávaniu

Στατιστικά δημοτικότητας: εκπαίδευση

Τυχαίες λέξεις