Сращиваться στα ελληνικά
Μετάφραση: сращиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρέφω, πλέκω, ζαρώνω, συγκολλημένα, ματισμένο, ματισμένες, ματιστεί, ματισμένων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- богомол στα ελληνικά - αλογάκι της παναγίας, mantis, Μάντης, ακρίδος, Η Mantis
- вконец στα ελληνικά - εντελώς, αρκετά, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
- деклинометр στα ελληνικά - declinometer
- завесить στα ελληνικά - εμποδίζω, αποτρέπω, καλύπτω, προλαβαίνω, αυλαία απ, κουρτίνα αυλαία απ
Τυχαίες λέξεις
Сращиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρέφω, πλέκω, ζαρώνω, συγκολλημένα, ματισμένο, ματισμένες, ματιστεί, ματισμένων
Μεταφράσεις: θρέφω, πλέκω, ζαρώνω, συγκολλημένα, ματισμένο, ματισμένες, ματιστεί, ματισμένων