Стан στα ελληνικά

Μετάφραση: стан, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρος, αλέθω, κατάσταση, αριθμός, θέση, κράτος, όρθιος, εργοστάσιο, μύλος, κρατίδιο, πρόσωπο, πάθηση, στρατόπεδο, κατασκήνωση, στρατοπέδου, καταυλισμό, το στρατόπεδο
Стан στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аннулирующий στα ελληνικά - diriment
  • вместилище στα ελληνικά - χωρητικότητα, αποθήκη, ταμείο, αποθετήριο, αρχείο καταγραφής, χώρο αποθήκευσης, repository
  • воздержание στα ελληνικά - εγκράτεια, μετριοπάθεια, αποχή, αποχής, η αποχή, την αποχή, της αποχής
  • девичий στα ελληνικά - έφηβος, εφηβικός, κόρη, παρθενικός, παρθενική, παρθενικό, την παρθενική
Τυχαίες λέξεις
Стан στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρος, αλέθω, κατάσταση, αριθμός, θέση, κράτος, όρθιος, εργοστάσιο, μύλος, κρατίδιο, πρόσωπο, πάθηση, στρατόπεδο, κατασκήνωση, στρατοπέδου, καταυλισμό, το στρατόπεδο