Λέξη: ισοπεδώνω
Σχετικές λέξεις: ισοπεδώνω
ισοπεδώνω στα αγγλικά, ισοπεδώνω μετάφραση, ισοπεδώνω αγγλικά, ισοπεδώνω συνώνυμα
Συνώνυμα: ισοπεδώνω
κατεδαφίζω, κρημνίζω, ισοπεδώ
Μεταφράσεις: ισοπεδώνω
ισοπεδώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
raze, flatten, rase, flatten it
ισοπεδώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aplastar, arrasar, allanar, aplanar, aplane, acoplar, aplanarse
ισοπεδώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ebnen, glätten, flach, abzuflachen, abflachen
ισοπεδώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affleurer, anéantir, atterrer, épater, aligner, épatons, aplatir, aplatissons, aplatis, épatez, acquitter, effacer, râper, régaler, aplanir, détruire, aplatissez, se aplatir, l'aplatir
ισοπεδώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
radere, appiattire, appiattirsi, appiattirla, spianare, appiattirlo
ισοπεδώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
achatar, raio, nivelar, liso, aplainar, alise, aplaine
ισοπεδώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vlakken, pletten, plat maken, plat, afvlakken
ισοπεδώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выпрямить, расправить, примять, приплющивать, утаптывать, соскребать, изглаживать, выжигать, стихать, приплюснуть, срыть, выдыхаться, сплюснуть, сплющивать, плющить, задевать, расплющить, выравнивать, распрямите, выравниваться, плоским
ισοπεδώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flate, flat, slå sammen, flater, flate ut
ισοπεδώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plattar, platta, platta till, plattas, platta ut
ισοπεδώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
litistää, purkaa, kukistaa, lytätä, lytistää, väljähtyä, tasoittaa, tasaamaan, flatten
ισοπεδώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flatten, flade, tromle, samkopiere, fladere
ισοπεδώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zdrtit, zploštit, vyhladit, seškrabat, urovnat, vyrovnat, strouhat, srovnat, vyrovnejte, zploštění
ισοπεδώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przygnębiać, ścierać, płaszczyć, wyrównać, rozprasować, rozpłaszczać, matowieć, zetrzeć, spłaszczać, wygładzać, wyrównywać, równać, zniszczyć, spłaszczyć, burzyć, matować, wyprostować, spłaszczenia, spłaszczenie
ισοπεδώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lelapul, simítsa, simítsa ki, egyenesítse, tönkretesz
ισοπεδώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yassılamak, düzleştirmek, dümdüz, düzleştirin, flatten
ισοπεδώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стихати, видихатися, вирівняйтеся, плоским, розплющити, расплющіть
ισοπεδώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dystohet, shkatërroj, palos, të shkatërroj, rrafshoj
ισοπεδώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изравнявам, изглади, изравните, се изглади, изветрявам
ισοπεδώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
распляскаць
ισοπεδώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
siluma, madaldama, lamestama, lamendama, lamedamaks, Sillutada
ισοπεδώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spljoštiti, razrušiti, izbrisati, poravnati, izravnajte, izravnati, se poravnati
ισοπεδώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fletja, að fletja, fletjast, Lag, flatt
ισοπεδώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priploti, išlyginti, suploti, lyginti, ploti
ισοπεδώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saplacināt, izlīdziniet, iztaisnojiet, saplaciniet, nolīdzinātu
ισοπεδώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
израмните, сплескајте, ја израмните, се израмните, да ја израмните
ισοπεδώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aplatiza, a aplatiza, aplatizați, netezi
ισοπεδώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poravnajte, ravnimi, zravnajte, sploščite, Spljoštiti
ισοπεδώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
porovnať, zrovnať, porovnať ceny Porovnať, porovnávať
Τυχαίες λέξεις