Λέξη: ρημάζω
Σχετικές λέξεις: ρημάζω
τρομάζω συνώνυμα
Μεταφράσεις: ρημάζω
ρημάζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ravage, devastating, devastate, ravaged, ruined
ρημάζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desolar, destrozar, saquear, destruir, devastar, asolar
ρημάζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verwüsten, verheeren, zu verwüsten, ravage, heim
ρημάζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dévorer, fourrager, ravager, dévastation, abîmer, démolir, détruire, dévaster, ravage, désoler, piller, briser, détériorer, saccager, des ravages, ravager les
ρημάζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
devastare, desolare, devastazione, saccheggiare, ravage, devastare le
ρημάζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assolar, devastar, ravage, destruir, devastam
ρημάζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwoesten, teisteren, ravage, te verwoesten, geteisterd
ρημάζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разорять, трепануть, опустошение, бесноваться, опустошать, разорить, опустошить, разоряют
ρημάζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
herje, herjer, hærverk, herje med, plyndre
ρημάζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ödelägga, härja, härjar, kunna ödelägga, hemsöka
ρημάζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raiskata, runnella, kukistaa, ryöstää, tuhoavat, hävittämään, tuhoisien, ravage
ρημάζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hærge, hærger, plyndre, raserer, at hærge
ρημάζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vydrancovat, spoušť, drancovat, zpustošení, pustošit, ničit, zpustošit, devastovat, ničí, pustoší
ρημάζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zniszczyć, dewastować, zniszczenie, rabunek, pustoszenie, spustoszenie, dewastacja, plądrować, opustoszyć, niszczyć, pustoszyć, spustoszyć
ρημάζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rombolás, pusztítás, feldúlják, tönkreteszik, pusztítják
ρημάζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tahrip, yıkım, ravage, kırıp, yıkmak
ρημάζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хрипко, спустошувати, пустошити, плюндрувати, випорожнювати
ρημάζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
asgjësim, shkatërrojnë, shkatërronte, shkatërroj, të shkatërronte
ρημάζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
опустошение, грабя, опустошават, опустошаваме, разрушение
ρημάζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спусташаць, спусташаючы, спустошыць, пустошыць
ρημάζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laastama, laastavate, laastavad, Runnella, hävitavas toimes
ρημάζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razarati, rušiti, opustošiti, rušenje, pustošenje, pustošiti, opustošili, djecu unište
ρημάζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
herja, er eyða, auđn
ρημάζω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
depopulo
ρημάζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išdraskyti, suniokoti, nuniokoti, niokoti, nuniokojimas
ρημάζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
postīt, posta, nopostīt, postījumi, izpostīšana
ρημάζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пустошат, ги уништи, разрушавам
ρημάζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
distruge, devasta, pustii, ravagiu, potop
ρημάζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pustošit, Opleniti, pustošijo
ρημάζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
devastovať, zničiť, devastovat