Становиться στα ελληνικά
Μετάφραση: становиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανατέλλω, αύξηση, αυξάνομαι, ορθώνομαι, παίρνω, αρμόζω, αποκτώ, γίνομαι, μεγαλώνω, έρχομαι, εξέδρα, γίνει, να γίνει, καταστεί, γίνονται, γίνετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адский στα ελληνικά - σατανικός, ανυπόφορος, φοβερός, τρομερός, απαίσιος, καταχθόνιος, κολάσεων, ...
- врезка στα ελληνικά - incut
- дрема στα ελληνικά - νύστα, υπνάκος, Sandman, το Sandman, παραμυθάς
- завещательница στα ελληνικά - διαθέτρια, κληροδότηση
Τυχαίες λέξεις
Становиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανατέλλω, αύξηση, αυξάνομαι, ορθώνομαι, παίρνω, αρμόζω, αποκτώ, γίνομαι, μεγαλώνω, έρχομαι, εξέδρα, γίνει, να γίνει, καταστεί, γίνονται, γίνετε
Μεταφράσεις: ανατέλλω, αύξηση, αυξάνομαι, ορθώνομαι, παίρνω, αρμόζω, αποκτώ, γίνομαι, μεγαλώνω, έρχομαι, εξέδρα, γίνει, να γίνει, καταστεί, γίνονται, γίνετε