Λέξη: τσιμπιδάκι

Σχετικές λέξεις: τσιμπιδάκι

ηλεκτρικό τσιμπιδάκι, τσιμπιδάκι για τσιμπούρια, τσιμπιδάκι ριζικής αποτρίχωσης, τσιμπιδάκι φρυδιών

Μεταφράσεις: τσιμπιδάκι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hairpin, hairgrip, tweezers, clip, pair of tweezers, tweezer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hairgrip, del hairgrip, hairgrip del, hairgrip de, el hairgrip
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
haarnadelkurve, haarnadel, Haarklammer, hairgrip, hair, grip, Haarklemme
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
épingle, CÉRÉMONIES, CLASSIQUES, LAISSES CLASSIQUES
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
molletta, hairgrip, del hairgrip, il hairgrip, hairgrip di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alfinete, hairgrip, do hairgrip
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hairgrip
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подковырка, шпилька, заколка, булавка, заколка для волос, Hairgrip
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hårnål, hairgrip
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hårnål, hairgrip
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hiusneula, hiussolki
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hairgrip
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vlásenka, spon do vlasů
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szpilka, hairgrip
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajcsipesz
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
toka, saç tokası
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шпилька для волосся, Заколка для волос
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hairgrip
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
hairgrip
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заколка, заколкі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
u-kujuline, juuksenõel, juukseklambrid, Hiussolki, tüüpi juukseklambrit
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hairgrip
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hárnál, hairgrip
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Grūdinimas plaukų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
hairgrip
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
hairgrip
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agra- fă de păr
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sponka, hairgrip
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vlásenka, sponka, spôn, spon, svoriek, sponiek, spony
Τυχαίες λέξεις