Старик στα ελληνικά
Μετάφραση: старик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρος, γέρικος, παλαιός, γέροντας, γέρου, γέρο, old man
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акант στα ελληνικά - ακανθίτης, άκανθας, ακάνθου, άκανθο
- виснуть στα ελληνικά - απαγχονίζω, πιάνομαι, κρεμάσετε, κρέμονται, κρεμάσει, κρεμάσετε στον, κρατηθούν από
- возражающий στα ελληνικά - αντιρρησίας, αντιρρησία, του αντιρρησία, ενισταμένου, ενιστάμενος
- высиживание στα ελληνικά - επώαση, επώασης, επωάσεως, την επώαση, από επώαση
Τυχαίες λέξεις
Старик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρος, γέρικος, παλαιός, γέροντας, γέρου, γέρο, old man
Μεταφράσεις: γέρος, γέρικος, παλαιός, γέροντας, γέρου, γέρο, old man