Старьевщик στα ελληνικά

Μετάφραση: старьевщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρέλι, έμπορος, ράκος, καταρράκωσης, καταρράκωσης της
Старьевщик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взломщик στα ελληνικά - διαρρήκτης, Αντιδιαρρηκτικά, διαρρήκτη, διαρρηκτών, αντιδιαρρηκτικού
  • вице-король στα ελληνικά - αντιβασιλέας, Viceroy, αντιβασιλέα, αντιβασιλιάς, αντιβασιλιά
  • геометр στα ελληνικά - γεωμέτρης, geometer, γεωμέτρη, γεωμέτρης του
  • дружина στα ελληνικά - σωματοφύλακας, γυναίκα, συγκρότημα, ακολουθία, σύμπλεγμα, σύζυγος, ομάδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Старьевщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρέλι, έμπορος, ράκος, καταρράκωσης, καταρράκωσης της