Стимулировать στα ελληνικά

Μετάφραση: стимулировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακινώ, προκαλώ, εμπνέω, επιταχύνω, προωθώ, διεγείρω, προάγω, τόνωση, τόνωση της, διεγείρουν, την τόνωση, τονώσει
Стимулировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бессодержательный στα ελληνικά - άδειος, σαχλός, επιπόλαιος, βαρετός, ανόητος, αηδής, μουχρός, ...
  • взъерошиваться στα ελληνικά - ανατριχιάζω, τρίχα, βολάν, κυματισμών, πτυχώσεις, ruffles, πτυχώσεων
  • воздвижение στα ελληνικά - ανέγερση, πλαίσιο, σώμα, κατασκευή, πλαισιώνω, σκελετός, εξύψωση, ...
  • вредоносный στα ελληνικά - δυσμενής, σατανικός, επιζήμιος, κακός, βλαβερός, επιβλαβής, επιβλαβή, ...
Τυχαίες λέξεις
Стимулировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακινώ, προκαλώ, εμπνέω, επιταχύνω, προωθώ, διεγείρω, προάγω, τόνωση, τόνωση της, διεγείρουν, την τόνωση, τονώσει