Λέξη: ζωτικός
Σχετικές λέξεις: ζωτικός
ζωτικός σημασία, ζωτικός ορφανοτρόφος, ζωτικός συνωνυμα, ζωτικός συνώνυμο, ζωτικός χώρος, άγιος ζωτικός
Συνώνυμα: ζωτικός
κεντρικός
Μεταφράσεις: ζωτικός
ζωτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crucial, vital, pivotal, a vital, habitat
ζωτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vital, crucial, esencial, fundamental, vitales, importante
ζωτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vital, entscheidend, kritisch, wichtigste, lebenswichtig, unerlässlich, lebenswichtigen, lebenswichtige
ζωτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déterminant, important, vital, grand, considérable, décisif, critique, constitutif, crucial, substantiel, clé, vivace, fondamental, essentiel, vitale, essentielle, indispensable
ζωτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
essenziale, vitale, importante, fondamentale, vitali, vitale importanza
ζωτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vital, vitais, fundamental, essencial, importante
ζωτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
essentieel, beslissend, vitaal, essentiële, vitale, vitaal belang
ζωτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
критичный, критический, безотлагательный, горнило, спешный, энергичный, неотложный, насущный, жизнеутверждающий, жизненный, роковой, житейский, гибельный, важный, существенный, жизненно важный, жизненно важных, жизненно, жизненно важное значение
ζωτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
livsviktig, vital, viktig, avgjørende, viktige, vitale
ζωτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
väsentlig, vital, avgörande, viktigt, viktig, nödvändigt
ζωτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ratkaiseva, vireä, kriittinen, elinvoimainen, ensisijainen, elämän-, tärkeä, elintärkeä, tärkeää, elintärkeää, elintärkeitä, erittäin tärkeää
ζωτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vital, afgørende, vigtigt, afgørende betydning, af afgørende betydning
ζωτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
životní, vitální, důležitý, zásadní, živý, podstatný, klíčový, kritický, životně důležitý, životně důležité, zásadní význam
ζωτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozstrzygający, zasadniczy, istotny, podstawowy, węzłowy, ważny, kluczowy, żywotny, witalny, bytowy, życiowy, decydujący, pierwszoplanowy, niezbędny, istotne
ζωτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
válságos, létfontosságú, alapvető, fontos, elengedhetetlen, alapvető fontosságú
ζωτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaşamsal, hayati, hayati önem, hayati bir, vital
ζωτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вирішальний, візуально, критичний, життєвий
ζωτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vital, jetik, jetësor, jetike, vitale
ζωτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жизненоважен, жизненоважно, жизненоважно значение, жизненоважна, от жизненоважно значение
ζωτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жыццёвы, жыцьцёвы
ζωτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülioluline, visuaalselt, nägemisega, elutähtis, tähtis, väga oluline, äärmiselt oluline
ζωτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ključan, neophodan, životni, vitalan, krunice, bitan, bitno, vitalni
ζωτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mikilvægt, ómissandi, nauðsynlegt, mikilvægur, lífsnauðsynleg
ζωτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gyvybiškai svarbus, svarbu, gyvybiškai, gyvybiškai svarbu, labai svarbu
ζωτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ļoti svarīgs, svarīgi, ļoti svarīgi, svarīga
ζωτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
од витално значење, виталните, витално значење, витални, витална
ζωτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vital, vitală, vitale, esențial, vitala
ζωτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ključnega pomena, bistvenega pomena, bistvena
ζωτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kritický, podstatný, životní, smrteľný, vitálny, vitálne, vitálna, vitálnej, vitálnu
Τυχαίες λέξεις