Стол στα ελληνικά
Μετάφραση: стол, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατροφή, θρανίο, πίνακας, τραπέζι, επιβιβάζομαι, διαιτολόγιο, σανίδα, πίνακα, επιτραπέζιων, πίνακα που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- барьер στα ελληνικά - μπάρα, μεραρχία, μπαρ, εμποδίζω, φράγμα, διαίρεση, φραγμός, ...
- бельгиец στα ελληνικά - Βέλγος, βελγικός, βελγική, βελγικές, βελγικό
- выбивка στα ελληνικά - νοκ-άουτ, knockout, νοκ άουτ
- деепричастие στα ελληνικά - μετοχή, μετοχής, μετοχή γραμματικής
Τυχαίες λέξεις
Стол στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατροφή, θρανίο, πίνακας, τραπέζι, επιβιβάζομαι, διαιτολόγιο, σανίδα, πίνακα, επιτραπέζιων, πίνακα που
Μεταφράσεις: διατροφή, θρανίο, πίνακας, τραπέζι, επιβιβάζομαι, διαιτολόγιο, σανίδα, πίνακα, επιτραπέζιων, πίνακα που