Λέξη: ρούχα

Σχετικές λέξεις: ρούχα

ρούχα εγκυμοσύνης, ρούχα για παχουλές, ρούχα online, ρούχα βανδή, ρούχα μεγάλα μεγέθη, ρούχα bsb, ρούχα κατερίνα καινούργιου, ρούχα zara, ρούχα άνοιξη 2014, ρούχα με το κιλό, παιδικά ρούχα, ρούχα γυναικεία, ρούχα 2014, ανδρικά ρούχα, be you ρούχα, ρούχα on line, μεγάλα μεγέθη ρούχα

Συνώνυμα: ρούχα

υπάρχοντα, ενδύματα, ρουχισμός, καλύμματα, ένδυση, ιματισμός

Μεταφράσεις: ρούχα

ρούχα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clothes, Clothing, Beauty, Wear, garments

ρούχα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vestido, ropaje, ropa, la ropa, ropas, ropa de, de ropa

ρούχα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
garderobe, kleidung, sommersachen, bekleidung, kleid, wäsche, kleider, Kleidung, Kleider, Klamotten, Kleidern

ρούχα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vêtu, vêtements, habit, vêtement, tenue, costume, habillement, robe, vêture, effets, toilette, des vêtements, les vêtements, habits, de vêtements

ρούχα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbigliamento, abiti, vestiti, i vestiti, indumenti

ρούχα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vestuário, roupa, roupas, a roupa, roupas de

ρούχα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kledingstuk, kleding, kleren

ρούχα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
одёжа, одежда, наряд, белье, платье, одежды, одежду, Одежда для, Сушильный

ρούχα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klær, klærne

ρούχα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kläder, beklädnad, klänning, kläderna, kläd

ρούχα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asu, vaatetus, vaatteita, asuste, vaatteet, pukineet, vaatteiden, vaatteensa, vaatteisiin

ρούχα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klæder, kjole, tøj, tøjet, beklædning

ρούχα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oděv, oblečení, šaty, oděvy, prádlo

ρούχα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyodziewek, ubiór, strój, ubrania, pościel, ubranie, odzież, pranie

ρούχα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ruházat, ruha, ruhák, ruhát, ruhákat

ρούχα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
giysi, elbise, giysiler, giysileri, giyimi

ρούχα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
платті, білизну, вбрання, білизна, одіж, одяг, одежда, одяг Підняти

ρούχα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrobë, teshë, rroba, rrobat, rrobat e, veshje, rroba të

ρούχα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
одежда, дрехи, дрехите, облекло, облекла

ρούχα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адзежа, адзенне, адзеньне, сукня, одежда, вопратка

ρούχα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
riided, rõivad, pesu, riideid, riiete, rõivaste

ρούχα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odjeća, odjeću, rublje, ruho, odjeći, odjeće, haljine, krpe stoje

ρούχα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
klæði, fatnaður, föt, fötin, fötum

ρούχα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
drabužis, suknelė, rūbai, drabužiai, drabužius, drabužių, apranga

ρούχα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apģērbs, kleita, drēbes, Apģērbi, apģērbu, Clothes

ρούχα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
облека, алишта, облеката, алиштата

ρούχα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rochie, haine, hainele, haina, haine de, îmbrăcăminte

ρούχα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
perilo, oblačila, oblečení, obleka, obleke, clothes, krpe

ρούχα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šaty, oblečení, oblečenie, oblečenia, oblečeniu

Στατιστικά δημοτικότητας: ρούχα

Τυχαίες λέξεις