Столп στα ελληνικά

Μετάφραση: столп, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοκάρι, προσωπικό, πόστο, παλούκι, ταχυδρομώ, στύλος, στυλοβάτης, στήλη, πάσσαλος, κολόνα, πυλώνα, πυλώνας, άξονα
Столп στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • впадать στα ελληνικά - διανύω, βρίσκομαι, είμαι, πτώση, εμπίπτουν, εμπίπτει, πέσει, ...
  • въедчивый στα ελληνικά - vedchivy
  • джингоизм στα ελληνικά - σωβινισμός, σωβινισμό, σοβινισμού, φιλοπόλεμος πολιτική
  • желонка στα ελληνικά - σεσούλα, εγγυητής, αντλία, βάνα
Τυχαίες λέξεις
Столп στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοκάρι, προσωπικό, πόστο, παλούκι, ταχυδρομώ, στύλος, στυλοβάτης, στήλη, πάσσαλος, κολόνα, πυλώνα, πυλώνας, άξονα